Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀνοματοθέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_1)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομᾰτοθέτης''': (οὐχὶ ὀνομαθέτης, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668), ὁ, ὁ τιθέμενος ἢ δίδων [[ὄνομα]], Πλάτ. Χαρμ. 175Β, πρβλ. Stallb. εἰς Πλάτ. Κρατ. 389D· ― τὸ [[ῥῆμα]] ὀνοματοθετέω, Εὐστ. 32. 6, κτλ., προτείνεται ὡς [[διόρθωσις]] τοῦ νομοθετῆσαι ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 22, 3· ― ὀνομᾰτοθεσία, ἡ, τὸ νὰ δώσῃ τις [[ὄνομα]], [[ὀνομασία]], Εὑστ. 39. 23· ― ὀνομᾰτοθέσια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), τά, = [[ὀνομαστήρια]], Γλωσσ.· ― ὀνομᾰτοθετικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνοματοθεσίαν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 60.
|lstext='''ὀνομᾰτοθέτης''': (οὐχὶ ὀνομαθέτης, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668), ὁ, ὁ τιθέμενος ἢ δίδων [[ὄνομα]], Πλάτ. Χαρμ. 175Β, πρβλ. Stallb. εἰς Πλάτ. Κρατ. 389D· ― τὸ [[ῥῆμα]] ὀνοματοθετέω, Εὐστ. 32. 6, κτλ., προτείνεται ὡς [[διόρθωσις]] τοῦ νομοθετῆσαι ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 22, 3· ― ὀνομᾰτοθεσία, ἡ, τὸ νὰ δώσῃ τις [[ὄνομα]], [[ὀνομασία]], Εὑστ. 39. 23· ― ὀνομᾰτοθέσια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), τά, = [[ὀνομαστήρια]], Γλωσσ.· ― ὀνομᾰτοθετικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνοματοθεσίαν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 60.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀνοματοθέτης]])<br />αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάδοχος]], [[νονός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή [[τεχνική]] [[ονοματοθεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ωρο</i>-[[θέτης]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτοθέτης Medium diacritics: ὀνοματοθέτης Low diacritics: ονοματοθέτης Capitals: ΟΝΟΜΑΤΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: onomatothétēs Transliteration B: onomatothetēs Transliteration C: onomatothetis Beta Code: o)nomatoqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who gives a name, namer, v.l. in recc. for νομοθέτης, Pl.Chrm. 175b.

German (Pape)

[Seite 349] ὁ, den Namen beilegend, der Namengeber, der Benennende, Plat. Charm. 175 b, vulg. νομοθέτης, u. Sp., vgl. Lob. Phryn. 668.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτοθέτης: (οὐχὶ ὀνομαθέτης, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668), ὁ, ὁ τιθέμενος ἢ δίδων ὄνομα, Πλάτ. Χαρμ. 175Β, πρβλ. Stallb. εἰς Πλάτ. Κρατ. 389D· ― τὸ ῥῆμα ὀνοματοθετέω, Εὐστ. 32. 6, κτλ., προτείνεται ὡς διόρθωσις τοῦ νομοθετῆσαι ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 22, 3· ― ὀνομᾰτοθεσία, ἡ, τὸ νὰ δώσῃ τις ὄνομα, ὀνομασία, Εὑστ. 39. 23· ― ὀνομᾰτοθέσια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, = ὀνομαστήρια, Γλωσσ.· ― ὀνομᾰτοθετικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνοματοθεσίαν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 60.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνοματοθέτης)
αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτι
νεοελλ.
1. ανάδοχος, νονός
2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωρο-θέτης.