ἀντισηκόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντισηκόω''': [[ἀντιρρέπω]], τὸ βάρος μου σηκώνει τὴν [[ἀπέναντι]] πλάστιγγα καὶ φέρει αὐτὴν εἰς ἰσορροπίαν πρὸς τὴν [[ἄλλην]], [[ἀντισταθμίζω]] (πρβλ. [[ἀνασηκόω]]), [[μετὰ]] δοτ. πράγμ. ὡς τοῖσδε (δηλ. κακοῖς) καὶ δὶς ἀντισηκώσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· [[μετὰ]] γεν., θεῶν τις φθείρει σε, ἀντισηκώσας τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, [[θεός]] τις σὲ καταστρέφει φέρων σε εἰς τὸ ἀντίθετον τῆς πρῴην εὐτυχίας σου, Εὐρ. Ἑκ. 57· [[μετὰ]] αἰτ., τιμαῖς ἀντισηκώσω [[χάριν]], θὰ ἀνταποδώσω διὰ τιμῶν [[χάριν]], Λουκ. Τραγ. 243· [[ἀντισταθμίζω]], τὸν [[γοῦν]] παρὰ τὸ [[ἔθος]] κενεαγγήσαντα ξυμφέρει ταύτην τὴν ἡμέραν ἀντισηκῶσαι ὧδε ἀριγέως, κτλ. Ἱππ. περὶ διαίτ. Ὀξ. 389.10, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 782G. ΙΙ. [[φέρω]] εἰς ἰσορροπίαν, τὰς πλάστιγγας Κλήμ. Ἀλ. 151.
|lstext='''ἀντισηκόω''': [[ἀντιρρέπω]], τὸ βάρος μου σηκώνει τὴν [[ἀπέναντι]] πλάστιγγα καὶ φέρει αὐτὴν εἰς ἰσορροπίαν πρὸς τὴν [[ἄλλην]], [[ἀντισταθμίζω]] (πρβλ. [[ἀνασηκόω]]), [[μετὰ]] δοτ. πράγμ. ὡς τοῖσδε (δηλ. κακοῖς) καὶ δὶς ἀντισηκώσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· [[μετὰ]] γεν., θεῶν τις φθείρει σε, ἀντισηκώσας τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, [[θεός]] τις σὲ καταστρέφει φέρων σε εἰς τὸ ἀντίθετον τῆς πρῴην εὐτυχίας σου, Εὐρ. Ἑκ. 57· [[μετὰ]] αἰτ., τιμαῖς ἀντισηκώσω [[χάριν]], θὰ ἀνταποδώσω διὰ τιμῶν [[χάριν]], Λουκ. Τραγ. 243· [[ἀντισταθμίζω]], τὸν [[γοῦν]] παρὰ τὸ [[ἔθος]] κενεαγγήσαντα ξυμφέρει ταύτην τὴν ἡμέραν ἀντισηκῶσαι ὧδε ἀριγέως, κτλ. Ἱππ. περὶ διαίτ. Ὀξ. 389.10, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 782G. ΙΙ. [[φέρω]] εἰς ἰσορροπίαν, τὰς πλάστιγγας Κλήμ. Ἀλ. 151.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire contrepoids, contrebalancer : τινος qch ; τινι δὶς ῥοπῇ ESCHL peser deux fois autant que qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[σηκόω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισηκόω Medium diacritics: ἀντισηκόω Low diacritics: αντισηκόω Capitals: ΑΝΤΙΣΗΚΟΩ
Transliteration A: antisēkóō Transliteration B: antisēkoō Transliteration C: antisikoo Beta Code: a)ntishko/w

English (LSJ)

   A counterbalance, compensate for, c. dat. rei, ὡς τοῖσδε (sc. κακοῖς) δὶς ἀντισηκῶσαι A.Pers.437: c. gen., ἀντισηκώσας δέ σε φθείρει θεῶν τις τῆς πάροιθ' εὐπραξίας some god ruins thee, making compensation for, balancing, thy former happiness, E.Hec.57, cf. D.S.31.12: c. acc., τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν I will compensate the favour by honours, Luc. Trag.243; support by way of compensation, τινά Hp.Acut.29, cf. Art.6:—Pass., ἡ ὠφέλεια πολλαῖς ὀδύναις -οῦται Simp. in Epict. p.27 D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισηκόω: ἀντιρρέπω, τὸ βάρος μου σηκώνει τὴν ἀπέναντι πλάστιγγα καὶ φέρει αὐτὴν εἰς ἰσορροπίαν πρὸς τὴν ἄλλην, ἀντισταθμίζω (πρβλ. ἀνασηκόω), μετὰ δοτ. πράγμ. ὡς τοῖσδε (δηλ. κακοῖς) καὶ δὶς ἀντισηκώσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· μετὰ γεν., θεῶν τις φθείρει σε, ἀντισηκώσας τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, θεός τις σὲ καταστρέφει φέρων σε εἰς τὸ ἀντίθετον τῆς πρῴην εὐτυχίας σου, Εὐρ. Ἑκ. 57· μετὰ αἰτ., τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν, θὰ ἀνταποδώσω διὰ τιμῶν χάριν, Λουκ. Τραγ. 243· ἀντισταθμίζω, τὸν γοῦν παρὰ τὸ ἔθος κενεαγγήσαντα ξυμφέρει ταύτην τὴν ἡμέραν ἀντισηκῶσαι ὧδε ἀριγέως, κτλ. Ἱππ. περὶ διαίτ. Ὀξ. 389.10, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 782G. ΙΙ. φέρω εἰς ἰσορροπίαν, τὰς πλάστιγγας Κλήμ. Ἀλ. 151.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire contrepoids, contrebalancer : τινος qch ; τινι δὶς ῥοπῇ ESCHL peser deux fois autant que qch.
Étymologie: ἀντί, σηκόω.