ἀντοφθαλμέω: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντοφθαλμέω''': [[ἀντιβλέπω]], [[ἀτενίζω]], ἀντοφθαλμῆσαι κατὰ [[πρόσωπον]] Πολύβ. 18. 29, 12: [[ἐντεῦθεν]], [[ἀνταίρω]], ἐνίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ καὶ [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 1. 17, 3., 2. 24, 1, κτλ.· ἐπὶ πλοίου, ἀνθίσταμαι κατά τινος, «συναρπασθέντος δὲ τοῦ πλοίου καὶ μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ» Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 15: - Ἐντεῦθεν, ἀντοφθάλμησις, ἡ, τὸ προσβλέπειν κατὰ [[πρόσωπον]], τὸ βλέπειν ἀτενῶς [[πρός]] τι, Εὐστ.: - καὶ ἀντοφθαλμίζω, = -έω Γρηγόρ. Κύπρ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 1, σ. 344. | |lstext='''ἀντοφθαλμέω''': [[ἀντιβλέπω]], [[ἀτενίζω]], ἀντοφθαλμῆσαι κατὰ [[πρόσωπον]] Πολύβ. 18. 29, 12: [[ἐντεῦθεν]], [[ἀνταίρω]], ἐνίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ καὶ [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 1. 17, 3., 2. 24, 1, κτλ.· ἐπὶ πλοίου, ἀνθίσταμαι κατά τινος, «συναρπασθέντος δὲ τοῦ πλοίου καὶ μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ» Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 15: - Ἐντεῦθεν, ἀντοφθάλμησις, ἡ, τὸ προσβλέπειν κατὰ [[πρόσωπον]], τὸ βλέπειν ἀτενῶς [[πρός]] τι, Εὐστ.: - καὶ ἀντοφθαλμίζω, = -έω Γρηγόρ. Κύπρ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 1, σ. 344. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> regarder en face;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> affronter, résister à : [[πρός]] τινα à qqn ; τινι [[περί]] τινος à qqn au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὀφθαλμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A look in the face, meet face to face, ἀ. κατὰ πρόσωπον Plb.18.46.12: hence, defy, withstand, τινί and πρός τινα, Id.1.17.3, 2.24.1, etc., cf. LXXWi.12.14; ἀ τῷ ἀνέμῳ, of a ship, Act.Ap.27.15; πάθεσι Longin.34.4.
German (Pape)
[Seite 265] eigtl. ins Gesicht sehen, κατὰ πρόσωπον Pol. 18, 29; dah. sich widersetzen, widerstreben, πρός τινα 2, 24; sehr oft mit Waffengewalt und mit Worten, τινὶ περὶ τῶν κοινῶν πραγμάτων 28, 6; ebenso τοῖς χρήμασι, der Bestechung, 28, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντοφθαλμέω: ἀντιβλέπω, ἀτενίζω, ἀντοφθαλμῆσαι κατὰ πρόσωπον Πολύβ. 18. 29, 12: ἐντεῦθεν, ἀνταίρω, ἐνίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ καὶ πρός τινα ὁ αὐτ. 1. 17, 3., 2. 24, 1, κτλ.· ἐπὶ πλοίου, ἀνθίσταμαι κατά τινος, «συναρπασθέντος δὲ τοῦ πλοίου καὶ μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ» Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 15: - Ἐντεῦθεν, ἀντοφθάλμησις, ἡ, τὸ προσβλέπειν κατὰ πρόσωπον, τὸ βλέπειν ἀτενῶς πρός τι, Εὐστ.: - καὶ ἀντοφθαλμίζω, = -έω Γρηγόρ. Κύπρ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 1, σ. 344.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 regarder en face;
2 p. ext. affronter, résister à : πρός τινα à qqn ; τινι περί τινος à qqn au sujet de qch.
Étymologie: ἀντί, ὀφθαλμός.