σελαγέω: Difference between revisions
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σελᾰγέω''': ([[σέλας]]) [[φωτίζω]], [[καταφωτίζω]], [[ἐλλάμπω]], ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε ... γαῖαν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 9. - Παθητ., [[λάμπω]], [[φωτίζω]], [[φέγγω]], σελαγεῖτο δ’ ἀν’ ἄστυ πῦρ Εὐρ. Ἠλ. 714· [[ὄμμα]] σελαγεῖται Ἀριστοφ. Νεφ. 285, πρβλ. 604 ([[ἔνθα]] τὸ σελαγεῖ [[εἶναι]] β΄ ἑνικ.)· [[ὡσαύτως]], ἀναφλέγομαι, καίομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 924 κἑξ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[λάμπω]], ἀκτινοβολῶ, φεγγοβολῶ, Ὀππ. Κυν. 1. 210., 3. 136. | |lstext='''σελᾰγέω''': ([[σέλας]]) [[φωτίζω]], [[καταφωτίζω]], [[ἐλλάμπω]], ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε ... γαῖαν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 9. - Παθητ., [[λάμπω]], [[φωτίζω]], [[φέγγω]], σελαγεῖτο δ’ ἀν’ ἄστυ πῦρ Εὐρ. Ἠλ. 714· [[ὄμμα]] σελαγεῖται Ἀριστοφ. Νεφ. 285, πρβλ. 604 ([[ἔνθα]] τὸ σελαγεῖ [[εἶναι]] β΄ ἑνικ.)· [[ὡσαύτως]], ἀναφλέγομαι, καίομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 924 κἑξ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[λάμπω]], ἀκτινοβολῶ, φεγγοβολῶ, Ὀππ. Κυν. 1. 210., 3. 136. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire briller ; <i>Pass.</i> briller;<br /><b>2</b> brûler.<br />'''Étymologie:''' [[σέλας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
(σέλας)
A enlighten, illuminate, ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε . . γαῖαν Hymn.Is.9:—Pass., beam brightly, σελαγεῖτο δ' ἀν' ἄστυ πῦρ E. El.714 (lyr.); ὄμμα αἰθέρος σελαγεῖται Ar.Nu.285, cf. 604; also, to be in a blaze, Id.Ach.924sq. II intr., shine, beam, Opp.C.1.210,3.136.
German (Pape)
[Seite 869] 1) erhellen, erleuchten, bestrahlen. – Pass. σελαγεῖσθαι, bestrahlt werden, dah. in hellem Glanze stehen, σελαγεῖτο ἀν' ἄστυ πῦρ ἐπιβώμιον, Eur. El. 714; ὄμμα γὰρ αἰθέρος ἀκάματον σελαγεῖται μαρμαρέαις ἐν αὐγαῖς, Ar. Nubb. 286; σὺν πεύκαις, 594; auch in hellen Flammen stehen, Ach. 924, κεἴπερ λάβοιτο τῶν νεῶν τὸ πῦρ ἅπαξ, σελαγοῖντ' ἂν εὐθύς. – 2) intr., leuchten, strahlen, schimmern, χαλκὸν σελαγεῦντα, Opp. Cyn. 1, 210.
Greek (Liddell-Scott)
σελᾰγέω: (σέλας) φωτίζω, καταφωτίζω, ἐλλάμπω, ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε ... γαῖαν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 9. - Παθητ., λάμπω, φωτίζω, φέγγω, σελαγεῖτο δ’ ἀν’ ἄστυ πῦρ Εὐρ. Ἠλ. 714· ὄμμα σελαγεῖται Ἀριστοφ. Νεφ. 285, πρβλ. 604 (ἔνθα τὸ σελαγεῖ εἶναι β΄ ἑνικ.)· ὡσαύτως, ἀναφλέγομαι, καίομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 924 κἑξ. ΙΙ. ἀμεταβ., λάμπω, ἀκτινοβολῶ, φεγγοβολῶ, Ὀππ. Κυν. 1. 210., 3. 136.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire briller ; Pass. briller;
2 brûler.
Étymologie: σέλας.