μελίθροος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_19)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίθροος''': -ον, συνῃρ. -θρους, ὁ [[ἡδέως]] ἠχῶν, Ἀνθ. Π. 5. 125.
|lstext='''μελίθροος''': -ον, συνῃρ. -θρους, ὁ [[ἡδέως]] ἠχῶν, Ἀνθ. Π. 5. 125.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελίθροος]], -ον και μελίθρους, -ουν (Α)<br />αυτός που μιλάει [[γλυκά]], ο [[γλυκύφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[θρόος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρέομαι]] «[[κράζω]], [[ξεφωνίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-<i>θροος</i>, <i>οιωνό</i>-<i>θροος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐθροος Medium diacritics: μελίθροος Low diacritics: μελίθροος Capitals: ΜΕΛΙΘΡΟΟΣ
Transliteration A: melíthroos Transliteration B: melithroos Transliteration C: melithroos Beta Code: meli/qroos

English (LSJ)

ον, contr. μελίθρους, ουν,

   A sweet-voiced, κύκνος ib.5.124 (Bass.).

German (Pape)

[Seite 123] zsgzgn -θρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).

Greek (Liddell-Scott)

μελίθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ὁ ἡδέως ἠχῶν, Ἀνθ. Π. 5. 125.

Greek Monolingual

μελίθροος, -ον και μελίθρους, -ουν (Α)
αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ-θροος, οιωνό-θροος].