Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίμετρον: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμετρον''': τό, κἄτι τι προστιθέμενον [[ὅπως]] πληρώσῃ [[καλῶς]] τὸ [[μέτρον]]. [[ὑπερβολή]], [[προσθήκη]], ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ [[ἐπίμετρον]] ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ [[ἐπίμετρον]] ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.
|lstext='''ἐπίμετρον''': τό, κἄτι τι προστιθέμενον [[ὅπως]] πληρώσῃ [[καλῶς]] τὸ [[μέτρον]]. [[ὑπερβολή]], [[προσθήκη]], ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ [[ἐπίμετρον]] ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ [[ἐπίμετρον]] ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />surplus, surcroît.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μέτρον]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμετρον Medium diacritics: ἐπίμετρον Low diacritics: επίμετρον Capitals: ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
Transliteration A: epímetron Transliteration B: epimetron Transliteration C: epimetron Beta Code: e)pi/metron

English (LSJ)

τό,

   A something added to make good measure excess, Theoc.12.26, PTeb.91.11 (ii B.C.); ἐ. ποιεῖν make an increase, Thphr.CP4.13.7, Plu.2.676b; πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους . ib.503d; λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται into the bargain, Plb.6.46.6; ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν S.E.P.2.47, cf. Gal.8.493.

German (Pape)

[Seite 962] τό, Zugabe, Uebermaaß; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμετρον: τό, κἄτι τι προστιθέμενον ὅπως πληρώσῃ καλῶς τὸ μέτρον. ὑπερβολή, προσθήκη, ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ ἐπίμετρον ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ ἐπίμετρον ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
surplus, surcroît.
Étymologie: ἐπί, μέτρον.