ζαλάω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_8) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζᾰλάω''': ζάλην προξενῶ, [[ἐγείρω]] θύελλαν, Νικ. Θ. 252, ἐν τῇ ἐπ. μετοχ. ζαλοώσα ([[χάλαζα]]). | |lstext='''ζᾰλάω''': ζάλην προξενῶ, [[ἐγείρω]] θύελλαν, Νικ. Θ. 252, ἐν τῇ ἐπ. μετοχ. ζαλοώσα ([[χάλαζα]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζαλάω]] (Α) [[ζάλη]]<br />(συν. στη μτχ.) [[επιφέρω]] [[ζάλη]], [[σηκώνω]] [[θύελλα]], ξεσπάω σε [[θύελλα]] («ζαλόωσα... [[χάλαζα]]», Νικ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
in Ep. part. ζαλόωσα . . χάλαζα
A driving hail, Nic.Th.252.
German (Pape)
[Seite 1136] nur ζαλόωσα, χάλαζα, stürmend, Nic. Th. 251.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰλάω: ζάλην προξενῶ, ἐγείρω θύελλαν, Νικ. Θ. 252, ἐν τῇ ἐπ. μετοχ. ζαλοώσα (χάλαζα).
Greek Monolingual
ζαλάω (Α) ζάλη
(συν. στη μτχ.) επιφέρω ζάλη, σηκώνω θύελλα, ξεσπάω σε θύελλα («ζαλόωσα... χάλαζα», Νικ.).