χώρησις: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(6_8)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χώρησις''': -εως, ἡ, τὸ χωρεῖν, [[προχώρησις]], ἡ [[ὁμόσε]] χ. = τὸ [[ὁμόσε]] χωρεῖν (ἴδε [[χωρέω]] ΙΙ. 1), Ἡλιόδ. 6. 5.
|lstext='''χώρησις''': -εως, ἡ, τὸ χωρεῖν, [[προχώρησις]], ἡ [[ὁμόσε]] χ. = τὸ [[ὁμόσε]] χωρεῖν (ἴδε [[χωρέω]] ΙΙ. 1), Ἡλιόδ. 6. 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[χωρῶ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του χωρῶ, η [[πορεία]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προχώρηση]]<br /><b>2.</b> [[εκτεταμένος]] [[χώρος]], [[ευρυχωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μαθημ.</b> [[πρόοδος]].
}}
}}

Revision as of 06:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώρησις Medium diacritics: χώρησις Low diacritics: χώρησις Capitals: ΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: chṓrēsis Transliteration B: chōrēsis Transliteration C: chorisis Beta Code: xw/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a going, proceeding, ἡ ὁμόσε χ., = τὸ ὁμόσε χωρεῖν (v. χωρέω 11.1), Hld.6.5.    II Math., progression, ἡ ἐπ' ἄπειρον χ. Theol.Ar.34 (v.l. προχ-).    III = capacitas, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1387] ἡ, das Fassen, Aufnehmen einer Sache in einen Raum, Sp.; – ἡ ὁμόσε χ., das Entgegengehen, Mel. 6, 5.

Greek (Liddell-Scott)

χώρησις: -εως, ἡ, τὸ χωρεῖν, προχώρησις, ἡ ὁμόσε χ. = τὸ ὁμόσε χωρεῖν (ἴδε χωρέω ΙΙ. 1), Ἡλιόδ. 6. 5.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ χωρῶ
1. η ενέργεια του χωρῶ, η πορεία προς τα εμπρός, προχώρηση
2. εκτεταμένος χώρος, ευρυχωρία
αρχ.
μαθημ. πρόοδος.