περιηχέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιηχέω''': ἠχῶ ὁλόγυρα, περιήχησεν δ’ ἄρα χαλκὸς Ἰλ. Η. 267· - μετ’ αἰτ. τόπου, [[θόρυβος]] π. τὴν οἰκίαν Πλούτ. 2.720D· [[ἐντεῦθεν]] παθ., [[νῆσος]] περιηχουμένη τῷ κύματι Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1.6. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], φημίζομαι [[πανταχοῦ]], δοξάζομαι, Φίλων Ἀκαδημ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 39D. 2) κατηχοῦμαι, [[μανθάνω]], [[ἀκούω]], Ὠριγέν. Ι, 1017Β, 1312C, 933C, κλ.
|lstext='''περιηχέω''': ἠχῶ ὁλόγυρα, περιήχησεν δ’ ἄρα χαλκὸς Ἰλ. Η. 267· - μετ’ αἰτ. τόπου, [[θόρυβος]] π. τὴν οἰκίαν Πλούτ. 2.720D· [[ἐντεῦθεν]] παθ., [[νῆσος]] περιηχουμένη τῷ κύματι Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1.6. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], φημίζομαι [[πανταχοῦ]], δοξάζομαι, Φίλων Ἀκαδημ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 39D. 2) κατηχοῦμαι, [[μανθάνω]], [[ἀκούω]], Ὠριγέν. Ι, 1017Β, 1312C, 933C, κλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />retentir tout autour : τὴν οἰκίαν PLUT autour de la maison, dans toute la maison.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἠχέω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιηχέω Medium diacritics: περιηχέω Low diacritics: περιηχέω Capitals: ΠΕΡΙΗΧΕΩ
Transliteration A: periēchéō Transliteration B: periēcheō Transliteration C: periicheo Beta Code: perihxe/w

English (LSJ)

   A ring all round, περιήχησεν δ' ἄρα χαλκός Il.7.267, cf. Iamb.Myst.2.8: c. acc. loci, θόρυβος π. τὴν οἰκίαν Plu.2.720c:—Pass., τηγάνοισι περιηχούμενοι Com.Adesp.140; νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc.VH1.6.    II Pass., to be noised abroad, to be celebrated, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10: c. inf., περιηχήθησάν τινα κατέχειν δημόσια Cod.Just.10.11.8 Intr.    2 get wind of a fact, POxy.1119.7 (iii A. D.), PFlor.36.24 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 576] ringsumher tönen; περιήχησεν δ' ἄρα χαλκός, Il. 7, 267; u. in späterer Prosa, wie Plut. Symp. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

περιηχέω: ἠχῶ ὁλόγυρα, περιήχησεν δ’ ἄρα χαλκὸς Ἰλ. Η. 267· - μετ’ αἰτ. τόπου, θόρυβος π. τὴν οἰκίαν Πλούτ. 2.720D· ἐντεῦθεν παθ., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1.6. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, φημίζομαι πανταχοῦ, δοξάζομαι, Φίλων Ἀκαδημ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 39D. 2) κατηχοῦμαι, μανθάνω, ἀκούω, Ὠριγέν. Ι, 1017Β, 1312C, 933C, κλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
retentir tout autour : τὴν οἰκίαν PLUT autour de la maison, dans toute la maison.
Étymologie: περί, ἠχέω.