καταΐσσω: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_13a)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾱΐσσω''': μέλλ. -ΐξω, καταφέρομαι μεθ’ ὁρμῆς, ὁρμῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐκ… Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 224· παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τμήσει, καθ’ ἵππων ἀΐξαντες Ἰλ. Ζ. 232· κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα [[αὐτόθι]] Β. 167, ἀντίθ. τῷ [[ἀναΐσσω]], [[Ἑρμῆς]] παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 1076. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τινάσσομαι διὰ μέσου, ὁρμητικῶς [[διέρχομαι]], φρὴν… κόσμον καταΐσσουσα Ἐμπεδ. 396.
|lstext='''κατᾱΐσσω''': μέλλ. -ΐξω, καταφέρομαι μεθ’ ὁρμῆς, ὁρμῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐκ… Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 224· παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τμήσει, καθ’ ἵππων ἀΐξαντες Ἰλ. Ζ. 232· κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα [[αὐτόθι]] Β. 167, ἀντίθ. τῷ [[ἀναΐσσω]], [[Ἑρμῆς]] παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 1076. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τινάσσομαι διὰ μέσου, ὁρμητικῶς [[διέρχομαι]], φρὴν… κόσμον καταΐσσουσα Ἐμπεδ. 396.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταΐσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> φέρομαι με [[ορμή]], [[ορμώ]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[διέρχομαι]] ορμητικά<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταΐσσομαι</i><br />[[ορμώ]] από [[πάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀΐσσω]] «[[πηδώ]], [[ορμώ]]»].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾱΐσσω Medium diacritics: καταΐσσω Low diacritics: καταΐσσω Capitals: ΚΑΤΑΪΣΣΩ
Transliteration A: kataḯssō Transliteration B: kataissō Transliteration C: kataisso Beta Code: katai/+ssw

English (LSJ)

fut. -ΐξω,

   A rush down from, ἔκποθεν ὀλέθρου A.R.2.224; opp. ἀναΐσσω, Herm. ap. Stob.1.49.68:—Med., rush in from above, αἰθὴρ κατᾰΐσσεται Emp.100.7.    II c. acc., rush, dart through, φρὴν . . κόσμον . . καταΐσσουσα Id.134.5.

German (Pape)

[Seite 1351] mit Ungestüm herabstürzen, herabfahren, wohin Einige aus Hom. rechnen als Tmesis βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα; ἔκ τινος Ap. Rh. 2, 224; Ggstz ἀναΐσσω, Hermes. Stob. ecl. phys. 1076; – c. acc., φρὴν φροντίσι κόσμον ἅπαντα καταΐσσουσα, durchstürmend, durcheilend, Empedocl. 299.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾱΐσσω: μέλλ. -ΐξω, καταφέρομαι μεθ’ ὁρμῆς, ὁρμῶ πρὸς τὰ κάτω, ἐκ… Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 224· παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τμήσει, καθ’ ἵππων ἀΐξαντες Ἰλ. Ζ. 232· κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα αὐτόθι Β. 167, ἀντίθ. τῷ ἀναΐσσω, Ἑρμῆς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 1076. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τινάσσομαι διὰ μέσου, ὁρμητικῶς διέρχομαι, φρὴν… κόσμον καταΐσσουσα Ἐμπεδ. 396.

Greek Monolingual

καταΐσσω (Α)
1. φέρομαι με ορμή, ορμώ προς τα κάτω
2. (με αιτ.) διέρχομαι ορμητικά
3. μέσ. καταΐσσομαι
ορμώ από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»].