ἐπίσκιος: Difference between revisions
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσκιος''': -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, [[τόπος]] Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· [[οἴκημα]] Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., [[βίος]] [[ἐπίσκιος]], ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, [[ἥσυχος]], Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, [[μετὰ]] γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα [[κρατός]], ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως [[Πολυδ]]. Δ΄, 51. | |lstext='''ἐπίσκιος''': -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, [[τόπος]] Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· [[οἴκημα]] Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., [[βίος]] [[ἐπίσκιος]], ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, [[ἥσυχος]], Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, [[μετὰ]] γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα [[κρατός]], ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως [[Πολυδ]]. Δ΄, 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait ombre, qui cache, gén.;<br /><b>2</b> ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, <i>etc.) ; fig.</i> [[βίος]] [[ἐπίσκιος]] PLUT vie retirée (<i>lat.</i> vita umbratilis).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (σκιά)
A shaded, dark, τόπος Pl.R.432c, Arist.HA569b10; οἴκημα Plu.Mar.39; ἀκτῖνες Arat.870: metaph., βίος ἐ. a retired life, Lat. vita umbratilis, opp.a public life, Plu.2.135b. II. Act., shading, c.gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος S.OC1650. Adv.-ίως Poll.4.51.
German (Pape)
[Seite 979] (σκιά), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα κρατός Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; βίος ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ ἄφιλος Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκιος: -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, τόπος Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· οἴκημα Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., βίος ἐπίσκιος, ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, ἥσυχος, Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, μετὰ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα κρατός, ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως Πολυδ. Δ΄, 51.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait ombre, qui cache, gén.;
2 ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, etc.) ; fig. βίος ἐπίσκιος PLUT vie retirée (lat. vita umbratilis).
Étymologie: ἐπί, σκιά.