κατάτασις: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάτᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔντασις]], τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. [[χάλασις]] Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = [[κατάθεσις]]·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814˙ κατατείνειν καὶ [[κατάτασις]] ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· [[πόνος]] ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) [[ἔκτασις]], [[καταπίεσις]], [[κατάθλιψις]] ἐπὶ τι [[διάστημα]], τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]), [[ἔντασις]], [[σπουδή]], Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία [[γύμνασις]], ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· [[μετὰ]] φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- [[ἔντασις]] ἰσχυρά, [[προσοχή]], κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. [[τάσις]], ὁλκὴ πρὸς τὰ [[κάτω]], Γαλην. 2. 281. | |lstext='''κατάτᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔντασις]], τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. [[χάλασις]] Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = [[κατάθεσις]]·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814˙ κατατείνειν καὶ [[κατάτασις]] ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· [[πόνος]] ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) [[ἔκτασις]], [[καταπίεσις]], [[κατάθλιψις]] ἐπὶ τι [[διάστημα]], τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]), [[ἔντασις]], [[σπουδή]], Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία [[γύμνασις]], ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· [[μετὰ]] φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- [[ἔντασις]] ἰσχυρά, [[προσοχή]], κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. [[τάσις]], ὁλκὴ πρὸς τὰ [[κάτω]], Γαλην. 2. 281. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />allongement par tension ; <i>en mauv. part</i> torture.<br />'''Étymologie:''' [[κατατείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stretching, κ. τῶν χορδῶν (κατάστασις codd.) Arist.Aud.803a37. 2 esp. for the purpose of setting broken or dislocated bones, Hp.Fract.13 (pl.), Mochl.38. 3 torture, torment, D.H.7.68, Ael.Fr.276; κατατάσεις τῆς ψυχῆς Ph.2.599. 4 violent exertion, μετὰ φιλονικίας καὶ κ., cj. for -στάσεως in Pl.Lg. 796a. II extension in space, spreading, Id.Ti.58e (-στασιν cod.). 2 = ὁλκὴ εἰς τοὺς κάτω τόπους, Gal.19.461.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, das Anspannen, Ggstz χάλασις, Ptolem.; Anstrengung, Sp., auch heftiger Schmerz, D. Hal. 7, 68 u. a. Sp. – Hinabziehen, Dehnung, nach unten, Galen.; Herabdrücken, ἡ κατ. ἐπὶ γῆν Plat. Tim. 58 e. – Ist oft mit κατάστασις verwechselt.
Greek (Liddell-Scott)
κατάτᾰσις: -εως, ἡ, ἔντασις, τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα κατάστασις) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. χάλασις Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = κατάθεσις·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814˙ κατατείνειν καὶ κατάτασις ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· πόνος ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) ἔκτασις, καταπίεσις, κατάθλιψις ἐπὶ τι διάστημα, τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα κατάστασις), ἔντασις, σπουδή, Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία γύμνασις, ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· μετὰ φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- ἔντασις ἰσχυρά, προσοχή, κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. τάσις, ὁλκὴ πρὸς τὰ κάτω, Γαλην. 2. 281.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
allongement par tension ; en mauv. part torture.
Étymologie: κατατείνω.