ἕλκος: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕλκος''': -εος, τό, (ἴδε [[ἕλκω]])· [[ὠτειλή]], [[πληγή]], [[τραῦμα]], Ἰλ. Δ. 190 κ. ἀλλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.), Πίνδ. καὶ Ἀττ. 2) [[τραῦμα]] [[μετὰ]] φλεγμονῆς, ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονους ὕδρου, βασανιζόμενον ἐκ κακοῦ τραύματος ὑπὸ ὀλεθρίου ὄφεως, Ἰλ. Β. 723· ἐπὶ ἑλκῶν προξενουμένων ἐκ λοιμικῆς νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 5, 1, κτλ. ΙΙ. μεταφ., [[πληγή]], [[καταστροφή]], [[ταῦτα]]’ ἤδη πάσῃ πόλει ἔρχεται [[ἕλκος]] ἄφυκτον Ἐλεγεῖα Σόλωνος παρὰ Δημ. 422. 13, Αἰσχύλ. Ἀγ. 640, Σοφ. Ἀντ. 652, κ. ἀλλ.· ὑποκάρδιον ἕλκ. θεόκρ. 11. 15.
|lstext='''ἕλκος''': -εος, τό, (ἴδε [[ἕλκω]])· [[ὠτειλή]], [[πληγή]], [[τραῦμα]], Ἰλ. Δ. 190 κ. ἀλλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.), Πίνδ. καὶ Ἀττ. 2) [[τραῦμα]] [[μετὰ]] φλεγμονῆς, ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονους ὕδρου, βασανιζόμενον ἐκ κακοῦ τραύματος ὑπὸ ὀλεθρίου ὄφεως, Ἰλ. Β. 723· ἐπὶ ἑλκῶν προξενουμένων ἐκ λοιμικῆς νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 5, 1, κτλ. ΙΙ. μεταφ., [[πληγή]], [[καταστροφή]], [[ταῦτα]]’ ἤδη πάσῃ πόλει ἔρχεται [[ἕλκος]] ἄφυκτον Ἐλεγεῖα Σόλωνος παρὰ Δημ. 422. 13, Αἰσχύλ. Ἀγ. 640, Σοφ. Ἀντ. 652, κ. ἀλλ.· ὑποκάρδιον ἕλκ. θεόκρ. 11. 15.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> blessure, plaie purulente ; ulcère;<br /><b>2</b> incision dans un arbre.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελκ, v. [[ἕλκω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλκος Medium diacritics: ἕλκος Low diacritics: έλκος Capitals: ΕΛΚΟΣ
Transliteration A: hélkos Transliteration B: helkos Transliteration C: elkos Beta Code: e(/lkos

English (LSJ)

εος, τό,

   A wound, Il.4.190, al. (never in Od.), Pi.P.2.91, E.Tr. 1232 (pl.), etc.    2 festering wound, sore, ulcer, ἕ. ὕδρου the festering bite of a serpent, Il.2.723; plague-ulcer, Th.2.49, X.Eq.5.1, etc. (Gal. 10.232 defines . as ἡ τῆς συνεχείας λύσις ἐν σαρκώδει μορίῳ, and both 1.1 and 1.2 are treated in Hp.Ulc.; . is applied to amputations in Art.68.)    II metaph., wound, loss, Sol.4.17, S.Ant.652,al.; ἕ. δήμιον A.Ag.640; ὑποκάρδιον ἕ. Theoc.11.15; γίγνεται ἕ. ἐφ' ἕλκει Lib.Ep.1063.6. (Orig. Ελκος, cf. Lat.ulcus, Skt.árśas (n.) 'haemorrhoid': ἕ- by influence of ἕλκω.)

Greek (Liddell-Scott)

ἕλκος: -εος, τό, (ἴδε ἕλκωὠτειλή, πληγή, τραῦμα, Ἰλ. Δ. 190 κ. ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), Πίνδ. καὶ Ἀττ. 2) τραῦμα μετὰ φλεγμονῆς, ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονους ὕδρου, βασανιζόμενον ἐκ κακοῦ τραύματος ὑπὸ ὀλεθρίου ὄφεως, Ἰλ. Β. 723· ἐπὶ ἑλκῶν προξενουμένων ἐκ λοιμικῆς νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 5, 1, κτλ. ΙΙ. μεταφ., πληγή, καταστροφή, ταῦτα’ ἤδη πάσῃ πόλει ἔρχεται ἕλκος ἄφυκτον Ἐλεγεῖα Σόλωνος παρὰ Δημ. 422. 13, Αἰσχύλ. Ἀγ. 640, Σοφ. Ἀντ. 652, κ. ἀλλ.· ὑποκάρδιον ἕλκ. θεόκρ. 11. 15.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 blessure, plaie purulente ; ulcère;
2 incision dans un arbre.
Étymologie: R. Ϝελκ, v. ἕλκω.