ὑδρία: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδρία''': ἡ ([[ὕδωρ]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος, [[στάμνος]], [[λάγηνος]], Ἀριστοφ. Σφ. 926, Ἐκκλ. 678, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 11, κλπ.· [[ἀγών]]... ὑδρίης πέρι (πρβλ. [[ἀμφορίτης]]), Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1767· - παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, δηλ. νὰ σπάσῃ τις τὴν ὑδρίαν εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας του, [[ἤτοι]] νὰ καταλίπῃ [[ἔργον]] [[ὅταν]] πλησιάζῃ νὰ τελειώσῃ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 22. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] οἱονδήποτε, [[ἀγγεῖον]] οἰνηρόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183· [[ἀγγεῖον]] πλῆρες νομισμάτων, «πιθάρι», ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 602. 2) ἡ [[κάλπη]] τῆς ψηφοφορίας ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἰσοκρ. 365C· ὑδρ. [[χαλκῆ]] Δημ. 1155. 6, πρβλ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 11. 3) [[κάλπη]] φέρουσα τὴν τέφραν νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 601 (ἴδε Σχόλ.), Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29, Πλουτ. Φιλοπ. 21. κλπ. [ῑ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπου]] ὑπάρχει καὶ διάφ. γραφ. ὑδρείης]. | |lstext='''ὑδρία''': ἡ ([[ὕδωρ]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος, [[στάμνος]], [[λάγηνος]], Ἀριστοφ. Σφ. 926, Ἐκκλ. 678, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 11, κλπ.· [[ἀγών]]... ὑδρίης πέρι (πρβλ. [[ἀμφορίτης]]), Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1767· - παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, δηλ. νὰ σπάσῃ τις τὴν ὑδρίαν εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας του, [[ἤτοι]] νὰ καταλίπῃ [[ἔργον]] [[ὅταν]] πλησιάζῃ νὰ τελειώσῃ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 22. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] οἱονδήποτε, [[ἀγγεῖον]] οἰνηρόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183· [[ἀγγεῖον]] πλῆρες νομισμάτων, «πιθάρι», ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 602. 2) ἡ [[κάλπη]] τῆς ψηφοφορίας ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἰσοκρ. 365C· ὑδρ. [[χαλκῆ]] Δημ. 1155. 6, πρβλ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 11. 3) [[κάλπη]] φέρουσα τὴν τέφραν νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 601 (ἴδε Σχόλ.), Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29, Πλουτ. Φιλοπ. 21. κλπ. [ῑ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπου]] ὑπάρχει καὶ διάφ. γραφ. ὑδρείης]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> hydrie, <i>vase pour puiser, contenir ou verser de l’eau</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> urne pour les cendres des morts;<br /><b>2</b> urne pour voter au tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ὕδωρ)
A water-pot, pitcher, Ar.V.926, Ec.678 (anap.), LXX Ec.12.6, CIG2855.10 (Branchidae), Ev.Jo.2.6, etc.; ὑδρίης πέρι δῆρις (cf. ἀμφορίτης) A.R.4.1767: prov., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to break the pitcher at the door, 'there's many a slip 'twixt cup and lip', Arist.Rh.1363a7. II vessel of any kind, e. g. wine-pot, Ar.Fr. 136; a pot of money, Id.Av.602 (anap.) (ἐν ὑδρίαις γὰρ ἔκειντο οἱ θησαυροί Sch. ad loc.(603)), cf. IG11(2).161 B100 (Delos, iii B. C.); ὑ. χαλκῆ D.47.52; ὑ. χρυσῆ, ἀργυρᾶ, IG22.204.35; ὑδρίαι ἄρτων πέντε bread-pans, POxy.155.4 (vi A. D.). 2 balloting urn, esp. in lawcourts, etc., IG9(1).334.45 (Locr., v B. C.), Isoc.17.33, Plu.TG11. 3 cinerary urn, Id.Phil.21, Luc.Dem.Enc.29, etc. 4 water-clock, S.E.M.5.75, Jul.Caes.325c. [ῑ in A.R. l.c., where ὑδρείης is v.l.]
German (Pape)
[Seite 1173] ἡ, 1) Wassereimer, -kanne, -krug; Ar. Av. 602 Eccl. 678; χαλκῆ, Dem. 47, 52. – 2) Todtenurne, die Gebeine darin zu sammeln, Aschenkrug; Plut. Philop. 21; Luc. Dem. enc. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρία: ἡ (ὕδωρ) ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος, στάμνος, λάγηνος, Ἀριστοφ. Σφ. 926, Ἐκκλ. 678, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 11, κλπ.· ἀγών... ὑδρίης πέρι (πρβλ. ἀμφορίτης), Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1767· - παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, δηλ. νὰ σπάσῃ τις τὴν ὑδρίαν εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας του, ἤτοι νὰ καταλίπῃ ἔργον ὅταν πλησιάζῃ νὰ τελειώσῃ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 22. ΙΙ. ἀγγεῖον οἱονδήποτε, ἀγγεῖον οἰνηρόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183· ἀγγεῖον πλῆρες νομισμάτων, «πιθάρι», ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 602. 2) ἡ κάλπη τῆς ψηφοφορίας ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἰσοκρ. 365C· ὑδρ. χαλκῆ Δημ. 1155. 6, πρβλ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 11. 3) κάλπη φέρουσα τὴν τέφραν νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 601 (ἴδε Σχόλ.), Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29, Πλουτ. Φιλοπ. 21. κλπ. [ῑ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅπου ὑπάρχει καὶ διάφ. γραφ. ὑδρείης].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. hydrie, vase pour puiser, contenir ou verser de l’eau;
II. p. ext.
1 urne pour les cendres des morts;
2 urne pour voter au tribunal.
Étymologie: ὕδωρ.