Διθυραμβογενής: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Δῑθῠραμβογενής''': ὁ, πρβλ. [[διθύραμβος]] ΙΙ. | |lstext='''Δῑθῠραμβογενής''': ὁ, πρβλ. [[διθύραμβος]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Δῑθῠραμβογενής:''' ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. διθύραμβος 11.
Greek (Liddell-Scott)
Δῑθῠραμβογενής: ὁ, πρβλ. διθύραμβος ΙΙ.
Greek Monotonic
Δῑθῠραμβογενής: ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ.