ἀκροτελεύτιον: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροτελεύτιον''': τό, τὸ [[ἄκρον]], ἡ [[παρυφή]], τὸ «κενάρι» παντὸς πράγματος, ἰδίως ἐπὶ στίχου ἢ ποιήματος, Θουκ. 2.17, Φρύν. Α. Β. 369· [[ἐντεῦθεν]], τὸ περιοδικῶς ἐπαναλαμβανόμενον [[μέρος]] τοῦ ᾄσματος, [[ἐπῳδός]], πρβλ. Δίων. Κ. 63. 10.
|lstext='''ἀκροτελεύτιον''': τό, τὸ [[ἄκρον]], ἡ [[παρυφή]], τὸ «κενάρι» παντὸς πράγματος, ἰδίως ἐπὶ στίχου ἢ ποιήματος, Θουκ. 2.17, Φρύν. Α. Β. 369· [[ἐντεῦθεν]], τὸ περιοδικῶς ἐπαναλαμβανόμενον [[μέρος]] τοῦ ᾄσματος, [[ἐπῳδός]], πρβλ. Δίων. Κ. 63. 10.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ce qui est tout à la fin (d’un vers, d’un poème, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[τελευτή]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

τό,

   A fag-end of anything, esp. of verse or poem, Th.2.17, Phryn. Com.86: generally, τοῦ γήρως Vit.Philonid. p.8 C.:—burden, chorus, D.C.63.10.

German (Pape)

[Seite 85] τό, das äußerste Ende, Schluß eines Gedichtes u. dgl., Thuc. 2, 17; des Briefes, Cic. Att. 5, 21; adj., ganz zuletzt, ἔπος B. A. 963.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροτελεύτιον: τό, τὸ ἄκρον, ἡ παρυφή, τὸ «κενάρι» παντὸς πράγματος, ἰδίως ἐπὶ στίχου ἢ ποιήματος, Θουκ. 2.17, Φρύν. Α. Β. 369· ἐντεῦθεν, τὸ περιοδικῶς ἐπαναλαμβανόμενον μέρος τοῦ ᾄσματος, ἐπῳδός, πρβλ. Δίων. Κ. 63. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ce qui est tout à la fin (d’un vers, d’un poème, etc.).
Étymologie: ἄκρος, τελευτή.