σφοδρότης: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφοδρότης''': -ητος, ἡ, [[ὁρμή]], βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ [[τόλμα]] μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ [[δειλία]] γυναικός, ... ἡ [[σφοδρότης]] δὲ θηρός, [[εἶναι]] τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, [[ἐπίτασις]], πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.
|lstext='''σφοδρότης''': -ητος, ἡ, [[ὁρμή]], βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ [[τόλμα]] μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ [[δειλία]] γυναικός, ... ἡ [[σφοδρότης]] δὲ θηρός, [[εἶναι]] τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, [[ἐπίτασις]], πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />véhémence, impétuosité, force.<br />'''Étymologie:''' [[σφοδρός]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρότης Medium diacritics: σφοδρότης Low diacritics: σφοδρότης Capitals: ΣΦΟΔΡΟΤΗΣ
Transliteration A: sphodrótēs Transliteration B: sphodrotēs Transliteration C: sfodrotis Beta Code: sfodro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A vehemence, violence, Id.HG7.2.23, Pl.Plt.306e; ἡ σ. δὲ θηρός is the quality of a beast, Alex.245.12; ἡ τοῦ πυρετοῦ σ. Gal.16.534: in pl., Pl.Lg.733b; πάγων σφοδρότητες Thphr.CP5.12.2.

German (Pape)

[Seite 1051] ητος, ἡ, Heftigkeit, Raschheit, Hitze, Ungestüm, im Handeln und Reden; Plat. Polit. 306 e, plur., Legg. V, 733 b, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρότης: -ητος, ἡ, ὁρμή, βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ τόλμα μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ δειλία γυναικός, ... ἡ σφοδρότης δὲ θηρός, εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, ἐπίτασις, πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
véhémence, impétuosité, force.
Étymologie: σφοδρός.