εὐπάτειρα: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
(6_9)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπάτειρα''': ἡ, = [[εὐπατέρεια]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.
|lstext='''εὐπάτειρα''': ἡ, = [[εὐπατέρεια]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπάτειρα]] και [[εὐπατέρεια]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (επιθ. της Ελένης, της Τυρώς και γεν. [[γυναικών]]) αυτή που κατάγεται από ευγενή [[πατέρα]] («Ἑλένην εὐπατέρειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για οίκους) αυτός που ανήκει σε [[οικογένεια]] ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πατήρ]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάτειρα Medium diacritics: εὐπάτειρα Low diacritics: ευπάτειρα Capitals: ΕΥΠΑΤΕΙΡΑ
Transliteration A: eupáteira Transliteration B: eupateira Transliteration C: efpateira Beta Code: eu)pa/teira

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = sq., Men.616 (with

   A v.l. εὐπατέρεια), Choerob. in An.Ox.2.196, Theognost.Can.99, Gramm. in Reitzenstein Gesch.d. Gr.Etym.p.306, Et.Gud., EM318.55; cf. ἀπάτειρα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάτειρα: ἡ, = εὐπατέρεια, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.

Greek Monolingual

εὐπάτειρα και εὐπατέρεια, ἡ (ΑΜ)
1. (επιθ. της Ελένης, της Τυρώς και γεν. γυναικών) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα («Ἑλένην εὐπατέρειαν», Ομ. Ιλ.)
2. (για οίκους) αυτός που ανήκει σε οικογένεια ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πατήρ.