πανημέριος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνημέριος''': Δωρ. παναμ-, α, ον, ὁ δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, συμφωνεῖ δὲ πρὸς τὸ ὑποκείμ. τοῦ ῥήματος (πρβλ. [[παννύχιος]]), οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Ἰλ. Α. 472, πρβλ. Β. 385, Ὀδ. Μ. 24, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 396, Θέογν. 1336· ὅσσον τε πανημερίη... [[νηῦς]] ἤνυσεν, ἐν διαστήματι μιᾶς ὅλης ἡμέρας, Ὀδ. Δ. 356, πρβλ. Λ. 11· οὕτω, [[σαίρω]] [[δάπεδον]]... [[πανημέριος]] Εὐρ. Ἴων 122· ― οὐδ. πανημέριον, ὡς ἐπίρρ. = [[πανῆμαρ]], Ἰλ. Λ. 279· πρβλ. [[πανήμερος]]. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τῆς ὅλης ἡμέρας, π. [[χρόνος]], [[ὁλόκληρος]] ἡ [[ἡμέρα]], Εὐρ. Ἱππ. 369. ΙΙ. [[Ζεὺς]] π., ἴδε [[πανήμερος]] Ι. 2.
|lstext='''πᾰνημέριος''': Δωρ. παναμ-, α, ον, ὁ δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, συμφωνεῖ δὲ πρὸς τὸ ὑποκείμ. τοῦ ῥήματος (πρβλ. [[παννύχιος]]), οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Ἰλ. Α. 472, πρβλ. Β. 385, Ὀδ. Μ. 24, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 396, Θέογν. 1336· ὅσσον τε πανημερίη... [[νηῦς]] ἤνυσεν, ἐν διαστήματι μιᾶς ὅλης ἡμέρας, Ὀδ. Δ. 356, πρβλ. Λ. 11· οὕτω, [[σαίρω]] [[δάπεδον]]... [[πανημέριος]] Εὐρ. Ἴων 122· ― οὐδ. πανημέριον, ὡς ἐπίρρ. = [[πανῆμαρ]], Ἰλ. Λ. 279· πρβλ. [[πανήμερος]]. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τῆς ὅλης ἡμέρας, π. [[χρόνος]], [[ὁλόκληρος]] ἡ [[ἡμέρα]], Εὐρ. Ἱππ. 369. ΙΙ. [[Ζεὺς]] π., ἴδε [[πανήμερος]] Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui agit pendant tout le jour, qui emploie toute la journée à qch : [[ναῦς]] πανημερίη OD vaisseau qui navigue tout le jour ; <i>neutre adv.</i> • πανημέριον IL pendant tout le jour;<br /><b>2</b> de tous les jours, de chaque jour.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἡμέρα]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνημέριος Medium diacritics: πανημέριος Low diacritics: πανημέριος Capitals: ΠΑΝΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: panēmérios Transliteration B: panēmerios Transliteration C: panimerios Beta Code: panhme/rios

English (LSJ)

Dor. πᾰνᾱμ-, α, ον,

   A all day long, agreeing with the subjects of Verbs, οἱ δὲ π. μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Il.1.472, cf. 2.385, Od.12.24, Hes.Sc. 396, Thgn.1336, Cratin.142; ὅσσον τε πανημερίη . . νηῦς ἤνυσεν in a whole day's sail, Od.4.356, cf. 11.11; so σαίρω δάπεδον . . παναμέριος E.Ion122 (lyr.): neut. πανημέριον as Adv., = πανῆμαρ, Il.11.279.    2 of the whole day, π. χρόνος the livelong day, E.Hipp.369 (lyr.).    II Ζεὺς π., v. Πανάμαρος.

German (Pape)

[Seite 460] den ganzen Tag hindurch; οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, Il. 1, 472, öfter; πανημερίη ναῦς, Od. 4, 356, welches den ganzen Tag hindurch läuft; πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδήν, Hes. Sc. 396; τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει, Eur. Hipp. 369; sp. D.; – πανημέριον, adverbial, den ganzen Tag über, ununterbrochen, Il. 11, 279; πανημερίως, Tzetz. zu Lyc. 818.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνημέριος: Δωρ. παναμ-, α, ον, ὁ δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, συμφωνεῖ δὲ πρὸς τὸ ὑποκείμ. τοῦ ῥήματος (πρβλ. παννύχιος), οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Ἰλ. Α. 472, πρβλ. Β. 385, Ὀδ. Μ. 24, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 396, Θέογν. 1336· ὅσσον τε πανημερίη... νηῦς ἤνυσεν, ἐν διαστήματι μιᾶς ὅλης ἡμέρας, Ὀδ. Δ. 356, πρβλ. Λ. 11· οὕτω, σαίρω δάπεδον... πανημέριος Εὐρ. Ἴων 122· ― οὐδ. πανημέριον, ὡς ἐπίρρ. = πανῆμαρ, Ἰλ. Λ. 279· πρβλ. πανήμερος. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τῆς ὅλης ἡμέρας, π. χρόνος, ὁλόκληροςἡμέρα, Εὐρ. Ἱππ. 369. ΙΙ. Ζεὺς π., ἴδε πανήμερος Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui agit pendant tout le jour, qui emploie toute la journée à qch : ναῦς πανημερίη OD vaisseau qui navigue tout le jour ; neutre adv. • πανημέριον IL pendant tout le jour;
2 de tous les jours, de chaque jour.
Étymologie: πᾶν, ἡμέρα.