ὁσάκις: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁσάκις''': [ᾰ], Ἐπικ. [[ὁσσάκι]], ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· [[ὡσαύτως]] ὁσσάκις, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 2· ([[ὅσος]]): ― ὡς καὶ νῦν, [[ὁσάκις]], [[ὁσσάκι]] δ’ ὁρμήσειε [[ποδάρκης]] [[δῖος]] Ἀχιλλεὺς στῆναι ἀντίβιον Ἰλ. Φ. 265· [[ὁσσάκι]] δ’ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων Χ. 194· ἀναφορ. συσχετικὸν τοῦ [[τοσσάκι]], [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψει’ ὁ [[γέρων]] πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ Ὀδ. Λ. 585· Ἀττ. [[τύπος]] ἐν Λυσ. 171. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, Ξεν., κτλ.· [[ὁσάκις]] οὖν Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.
|lstext='''ὁσάκις''': [ᾰ], Ἐπικ. [[ὁσσάκι]], ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· [[ὡσαύτως]] ὁσσάκις, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 2· ([[ὅσος]]): ― ὡς καὶ νῦν, [[ὁσάκις]], [[ὁσσάκι]] δ’ ὁρμήσειε [[ποδάρκης]] [[δῖος]] Ἀχιλλεὺς στῆναι ἀντίβιον Ἰλ. Φ. 265· [[ὁσσάκι]] δ’ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων Χ. 194· ἀναφορ. συσχετικὸν τοῦ [[τοσσάκι]], [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψει’ ὁ [[γέρων]] πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ Ὀδ. Λ. 585· Ἀττ. [[τύπος]] ἐν Λυσ. 171. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, Ξεν., κτλ.· [[ὁσάκις]] οὖν Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />aussi souvent que, toutes les fois que.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσος]], -ακις.
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁσάκις Medium diacritics: ὁσάκις Low diacritics: οσάκις Capitals: ΟΣΑΚΙΣ
Transliteration A: hosákis Transliteration B: hosakis Transliteration C: osakis Beta Code: o(sa/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. ὁσσάκι, as always in Hom.; also ὁσσάκις, Tab.Heracl.1.132, Call.Epigr.2.2: (ὅσος):—

   A as many times as, as of ten as, Relat. to τοσσάκι, Il.21.265,22.194, Od.11.585 ; Att. form in Th.7.18, Lys.25.9, Pl.Tht.143a, X.Mem.3.4.3, 1 Ep.Cor.11.25, etc.:—also ὁσᾰκισδήποτε, Dosith.p.409 K.; ὁσᾰκισοῦν, Nicom.Ar.2.17.

German (Pape)

[Seite 394] poet. auch ὁσάκι, ep. ὁσσάκι, wievielmal, Hom. c. opt. der wiederholten Handlung in Beziehung auf die Vergangenheit, ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε, Il. 21, 165. 22, 194, vgl. Od. 11, 585, wo τοσσάκι entspricht; u. sp. D., wie Callim. Del. 254; auch in Prosa, ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, Plat. Theaet. 143 a; Charmid. 158 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσάκις: [ᾰ], Ἐπικ. ὁσσάκι, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ὡσαύτως ὁσσάκις, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 2· (ὅσος): ― ὡς καὶ νῦν, ὁσάκις, ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς στῆναι ἀντίβιον Ἰλ. Φ. 265· ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων Χ. 194· ἀναφορ. συσχετικὸν τοῦ τοσσάκι, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ Ὀδ. Λ. 585· Ἀττ. τύπος ἐν Λυσ. 171. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, Ξεν., κτλ.· ὁσάκις οὖν Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.

French (Bailly abrégé)

adv.
aussi souvent que, toutes les fois que.
Étymologie: ὅσος, -ακις.