ἀνακτάομαι: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακτάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: πρκμ. ἀνέκτημαι, Σοφ. Ἀποσπ. 328: ἀποθ.: - ἀνακτῶμαι δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], τυραννίδα ἀρχὴν ἀν. [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 1. 61., 3. 73· Ἄργος ἐς ἑωυτούς ἀν. 6. 83· [[δῶμα]] πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 237· ἀν. τινί τι Διόδ. 16. 14: - διορθώνω, ἐπανορθώνω, ἐλαττώσεις Πολύβ. 10. 33, 4. 2) [[ἀναψύχω]], ἀναζωογονῶ, σώματα, ψυχὰς ὁ αὐτ. 3. 60. 7., 87. 3: ἀνακτ. ἑαυτόν, Λατ. recolligere vires, Βαλκ. Ἀδων. 365Β. 3) ἀποκαθίστημί τι εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Λατ. restituere in integrum, τοὺς ἐπταικότας Δίων Κ. 44. 47: [[ἐπισκευάζω]], ναοὺς ὁ αὐτ. 53. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κερδαίνω]] τὴν εὔνοιάν τινος ἢ τὴν φιλίαν, ἑλκύω τινὰ εἰς τὸ [[μέρος]] μου, Ἡρόδ. 1. 50, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], φίλον ἀν. τινὰ [[αὐτόθι]] 2. 2, 10 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38 κἑξ. | |lstext='''ἀνακτάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: πρκμ. ἀνέκτημαι, Σοφ. Ἀποσπ. 328: ἀποθ.: - ἀνακτῶμαι δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], τυραννίδα ἀρχὴν ἀν. [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 1. 61., 3. 73· Ἄργος ἐς ἑωυτούς ἀν. 6. 83· [[δῶμα]] πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 237· ἀν. τινί τι Διόδ. 16. 14: - διορθώνω, ἐπανορθώνω, ἐλαττώσεις Πολύβ. 10. 33, 4. 2) [[ἀναψύχω]], ἀναζωογονῶ, σώματα, ψυχὰς ὁ αὐτ. 3. 60. 7., 87. 3: ἀνακτ. ἑαυτόν, Λατ. recolligere vires, Βαλκ. Ἀδων. 365Β. 3) ἀποκαθίστημί τι εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Λατ. restituere in integrum, τοὺς ἐπταικότας Δίων Κ. 44. 47: [[ἐπισκευάζω]], ναοὺς ὁ αὐτ. 53. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κερδαίνω]] τὴν εὔνοιάν τινος ἢ τὴν φιλίαν, ἑλκύω τινὰ εἰς τὸ [[μέρος]] μου, Ἡρόδ. 1. 50, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], φίλον ἀν. τινὰ [[αὐτόθι]] 2. 2, 10 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) gagner en attirant à soi, se concilier : τινα <i>ou</i> φίλον τινά qqn pour ami;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) regagner pour soi-même, recouvrer (le pouvoir, la royauté, <i>etc.</i>) ; [[ἐς]] ἑωυτόν HDT ramener à soi (par la violence), reprendre possession.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κτάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -ήσομαι: pf.
A ἀνέκτημαι S.Fr.358:—regain for oneself, recover, τυραννίδα, ἀρχὴν ἀ. ὀπίσω, Hdt.1.61, 3.73; Ἄργος ἐς ἑωυτοὺς ἀ. ὀπίσω 6.83; δῶμα πατρός A.Ch.237; ἀ. ταῖς πόλεσι τὴν ἐλευθερίαν D.S.16.14; repair, retrieve, ἐλαττώσεις Plb.10.33.4. 2 refresh, revive, σώματα, ψυχάς, Id.3.60.7, 87.3; τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων D.H.2.42; γλήχων . . λειποθυμοῦντας -κτᾶται Dsc.3.31; ἀ. ἑαυτόν J.AJ9.6.4, Arr.Epict.3.25.4, etc. 3 reinstate, τοὺς ἐπταικότας D.C.44.47; restore, ναούς Id.53.2; θυσίας IG2.628. II c. acc. pers., win a person over, gain his favour or friendship, τὸν θεόν Hdt.1.50, X.Cyr.1.3.9, Men.Pk.123, etc.; παμπόλλους φίλους X.Cyr.2.2.10. (Act. dub., v. sub ἀνακτίζω.)
German (Pape)
[Seite 194] 1) sich wieder erwerben, wieder erlangen, Aesch. Ch. 286; ἀρχήν, τυραννίδα, Her. 3, 73. 1, 65; ἑαυτόν, wieder zu sich kommen; σώματα, ψυχάς, wiederherstellen, τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων, Dion. H. 2. 42, für ihre Herstellung sorgen; vgl. 8, 85, wo θεραπείαις dabeisteht; Pol. 3, 60. 87, τὰς ἐλαττώσεις, den Schaden wieder gut machen. – 2) (ohne merklichen Einfluß von ἀνά) τινά mit u. ohne φίλον, sich jemand zum Freunde machen, gewinnen, θεόν Her. 1, 50; Dem. 61, 51; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτάομαι: μέλλ. -ήσομαι: πρκμ. ἀνέκτημαι, Σοφ. Ἀποσπ. 328: ἀποθ.: - ἀνακτῶμαι δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω πάλιν ὀπίσω, τυραννίδα ἀρχὴν ἀν. ὀπίσω Ἡρόδ. 1. 61., 3. 73· Ἄργος ἐς ἑωυτούς ἀν. 6. 83· δῶμα πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 237· ἀν. τινί τι Διόδ. 16. 14: - διορθώνω, ἐπανορθώνω, ἐλαττώσεις Πολύβ. 10. 33, 4. 2) ἀναψύχω, ἀναζωογονῶ, σώματα, ψυχὰς ὁ αὐτ. 3. 60. 7., 87. 3: ἀνακτ. ἑαυτόν, Λατ. recolligere vires, Βαλκ. Ἀδων. 365Β. 3) ἀποκαθίστημί τι εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Λατ. restituere in integrum, τοὺς ἐπταικότας Δίων Κ. 44. 47: ἐπισκευάζω, ναοὺς ὁ αὐτ. 53. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., κερδαίνω τὴν εὔνοιάν τινος ἢ τὴν φιλίαν, ἑλκύω τινὰ εἰς τὸ μέρος μου, Ἡρόδ. 1. 50, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, κτλ.· ὡσαύτως, φίλον ἀν. τινὰ αὐτόθι 2. 2, 10 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 (ἀνά, en haut) gagner en attirant à soi, se concilier : τινα ou φίλον τινά qqn pour ami;
2 (ἀνά, en arrière) regagner pour soi-même, recouvrer (le pouvoir, la royauté, etc.) ; ἐς ἑωυτόν HDT ramener à soi (par la violence), reprendre possession.
Étymologie: ἀνά, κτάομαι.