μελαίνω: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· παθ. πρκμ. μεμέλασμαι, ἀόρ. ἐμελάνθην· ([[μέλας]]). Ποιῶ τι [[μέλαν]], «μαυρίζω», Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 10, Προβλ. 38, 1, Νικ. Ἀλ. 472˙ μεταφ., [[μελαίνω]] τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν σκοτεινήν, Ἀθήν. 451C, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2˙ - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐπὶ τῆς κηλῖδος τοῦ αἵματος, μελαίνετο δὲ [[χρόα]] καλὸν Ἰλ. Ε. 354˙ [[ὡσαύτως]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ αἵματος, μελανθὲν [[αἷμα]] Σοφ. Αἴ. 919˙ ἐπὶ ἄρτι ἀνεσκαμμένης γῆς, ἡ δὲ μελαίνετ’ [[ὄπισθεν]] Ἰλ. Σ. 548˙ ἐπὶ ὡριμαζομένων σταφυλῶν, [[αὐτόθι]] 167˙ αἱ λευκαὶ τρίχες μελαίνονται Πλάτ. Πολιτ. 270Ε˙ ἐπὶ τριχῶν [[ὡσαύτως]], βάπτομαι μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 376˙ - τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμ. ἢ παρ’ Ἡσιόδῳ˙ πρβλ. [[μελάνω]]. 2) παρ’ Ἰατρ., προξενῶ μελασμὸν (ὃ ἴδε), Ἱππ. Ἀφ. 1252. - Παθ., [[γίνομαι]], [[μέλας]], «μαυρίζω», ὡς [[σημεῖον]] νεκρώσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 832. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., [[γίνομαι]] [[μέλας]], Πλάτ. Τίμ. 83Α, Ἀνθ. Π. 5. 124, κτλ. | |lstext='''μελαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· παθ. πρκμ. μεμέλασμαι, ἀόρ. ἐμελάνθην· ([[μέλας]]). Ποιῶ τι [[μέλαν]], «μαυρίζω», Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 10, Προβλ. 38, 1, Νικ. Ἀλ. 472˙ μεταφ., [[μελαίνω]] τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν σκοτεινήν, Ἀθήν. 451C, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2˙ - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐπὶ τῆς κηλῖδος τοῦ αἵματος, μελαίνετο δὲ [[χρόα]] καλὸν Ἰλ. Ε. 354˙ [[ὡσαύτως]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ αἵματος, μελανθὲν [[αἷμα]] Σοφ. Αἴ. 919˙ ἐπὶ ἄρτι ἀνεσκαμμένης γῆς, ἡ δὲ μελαίνετ’ [[ὄπισθεν]] Ἰλ. Σ. 548˙ ἐπὶ ὡριμαζομένων σταφυλῶν, [[αὐτόθι]] 167˙ αἱ λευκαὶ τρίχες μελαίνονται Πλάτ. Πολιτ. 270Ε˙ ἐπὶ τριχῶν [[ὡσαύτως]], βάπτομαι μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 376˙ - τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμ. ἢ παρ’ Ἡσιόδῳ˙ πρβλ. [[μελάνω]]. 2) παρ’ Ἰατρ., προξενῶ μελασμὸν (ὃ ἴδε), Ἱππ. Ἀφ. 1252. - Παθ., [[γίνομαι]], [[μέλας]], «μαυρίζω», ὡς [[σημεῖον]] νεκρώσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 832. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., [[γίνομαι]] [[μέλας]], Πλάτ. Τίμ. 83Α, Ἀνθ. Π. 5. 124, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μελανῶ;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐμελάνθην, <i>pf.</i> μεμέλασμαι;<br />rendre noir, noircir ; <i>Pass.</i> devenir <i>ou</i> être noir;<br /><i><b>Moy.</b></i> μελαίνομαι se noircir (les cheveux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
(Act. not in Hom. or Hes.), aor. 1 inf.
A μελᾶναι Arist. Mete.371a23:—Pass., pf. μεμέλαμμαι Antyll. ap. Orib.10.36.1: aor. ἐμελάνθην S.Aj.919; Ep. 3pl. μελάνθησαν Hes.Sc.300: (μέλας):— blacken, make black, Arist. l. c., Pr.966b22, Nic.Al.472: metaph., μ. φράσιν use an obscure expression, Ath.10.451c; μ. τὸ σαφές D.H. Pomp.2:—Pass., μελαίνετο δὲ χρόα καλόν she had her fair skin stained black (i.e. with blood), Il.5.354; μελανθὲν αἷμα S. l. c., cf. Gal.18(1).33; of earth just turned up, ἡ δὲ μελαίνετ' ὄπισθεν Il.18.548; of ripening grapes, Hes. l. c.; of a newly-bearded chin, ib.167; αἱ λευκαὶ τρίχες ἐμελαίνοντο Pl.Plt.270e; of hair, to be dyed black, Ar.Ec.736; μεμελαμμένοι ὀδόντες Antyll.l.c. 2 Medic., cause μελασμός (q. v.), Hp.Aph.5.20:—Pass., turn black, as a symptom of mortification, Id.Art.69, Fract.11. 3 metaph., blacken, misrepresent, Simp. in Cael.290.24. 4 Pass., receive an impression of blackness, S.E.M. 7.293. II intr., = Pass., grow black, Pl.Ti.83a, Thphr.Ign.50, AP5.123 (Phld.), Plu.2.517c.
German (Pape)
[Seite 118] schwarz machen, schwärzen (vgl. μελανέω), übertr., φράσιν, einen dunklen Ausdruck brauchen, neben πολλὰ αἰνιγματῶδες ἐκφέρει, Ath. X, 451 c u. a. Gramm. – Häufiger im pass. schwarz werden; vom Blute, μελαίνετο δὲ χρόα καλόν Il. 5, 354, vgl. μελανθὲν αἷμα Soph. Ai. 902; von der beim Pflügen aufgerissenen Erde, Il. 18, 548; vom Kinne, das durch den wachsenden Bart dunkler gefärbt wird, Hes. Sc. 167; von dem Dunklerwerden der reisenden Trauben, ibd. 300; übertr., Philodem. 15 (V, 124).
Greek (Liddell-Scott)
μελαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· παθ. πρκμ. μεμέλασμαι, ἀόρ. ἐμελάνθην· (μέλας). Ποιῶ τι μέλαν, «μαυρίζω», Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 10, Προβλ. 38, 1, Νικ. Ἀλ. 472˙ μεταφ., μελαίνω τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν σκοτεινήν, Ἀθήν. 451C, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2˙ - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐπὶ τῆς κηλῖδος τοῦ αἵματος, μελαίνετο δὲ χρόα καλὸν Ἰλ. Ε. 354˙ ὡσαύτως ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ αἵματος, μελανθὲν αἷμα Σοφ. Αἴ. 919˙ ἐπὶ ἄρτι ἀνεσκαμμένης γῆς, ἡ δὲ μελαίνετ’ ὄπισθεν Ἰλ. Σ. 548˙ ἐπὶ ὡριμαζομένων σταφυλῶν, αὐτόθι 167˙ αἱ λευκαὶ τρίχες μελαίνονται Πλάτ. Πολιτ. 270Ε˙ ἐπὶ τριχῶν ὡσαύτως, βάπτομαι μὲ μέλαν χρῶμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 376˙ - τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμ. ἢ παρ’ Ἡσιόδῳ˙ πρβλ. μελάνω. 2) παρ’ Ἰατρ., προξενῶ μελασμὸν (ὃ ἴδε), Ἱππ. Ἀφ. 1252. - Παθ., γίνομαι, μέλας, «μαυρίζω», ὡς σημεῖον νεκρώσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 832. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., γίνομαι μέλας, Πλάτ. Τίμ. 83Α, Ἀνθ. Π. 5. 124, κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. μελανῶ;
Pass. ao. ἐμελάνθην, pf. μεμέλασμαι;
rendre noir, noircir ; Pass. devenir ou être noir;
Moy. μελαίνομαι se noircir (les cheveux, etc.).
Étymologie: μέλας.