διαμόρφωσις: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμόρφωσις''': -εως, ἡ, [[μόρφωσις]], [[σχηματισμός]], [[πλάσις]], Πλούτ. 2. 1023C˙ - τὸ [[ὕφος]], χαρακτὴρ ῥητορείας, Δημήτρ. Φαλ. 199. | |lstext='''διαμόρφωσις''': -εως, ἡ, [[μόρφωσις]], [[σχηματισμός]], [[πλάσις]], Πλούτ. 2. 1023C˙ - τὸ [[ὕφος]], χαρακτὴρ ῥητορείας, Δημήτρ. Φαλ. 199. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de façonner.<br />'''Étymologie:''' [[διαμορφόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A forming, shaping, τῆς ὕλης Plu.2.1023c; ἐμβρύων Ath.Med. ap. Orib.22.9.1. II gesture, 'business', in acting, Demetr.Eloc.195.
German (Pape)
[Seite 590] ἡ, Gestaltung, καὶ διατύπωσις ἀνδρείκελος Plut. Alex. 72, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαμόρφωσις: -εως, ἡ, μόρφωσις, σχηματισμός, πλάσις, Πλούτ. 2. 1023C˙ - τὸ ὕφος, χαρακτὴρ ῥητορείας, Δημήτρ. Φαλ. 199.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de façonner.
Étymologie: διαμορφόω.