εὔδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔδενδρος''': -ον, ἔχων ἄφθονα καὶ καλὰ δένδρα, Πινδ. Ο. 8. 12, Π. 4. 131, Εὐρ. Ι. Τ. 134, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. π. Ἀερων 288, Στράβ. 100.
|lstext='''εὔδενδρος''': -ον, ἔχων ἄφθονα καὶ καλὰ δένδρα, Πινδ. Ο. 8. 12, Π. 4. 131, Εὐρ. Ι. Τ. 134, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. π. Ἀερων 288, Στράβ. 100.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />planté de beaux arbres <i>ou</i> couvert d’arbres.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δένδρον]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδενδρος Medium diacritics: εὔδενδρος Low diacritics: εύδενδρος Capitals: ΕΥΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: eúdendros Transliteration B: eudendros Transliteration C: eydendros Beta Code: eu)/dendros

English (LSJ)

ον,

   A well-wooded, abounding in fair trees, ἄλσος Pi.O.8.9; μάτηρ (sc. Γαῖα) Id.P.4.74; τέμενος Simon. 13; χόρτοι E.IT134 (lyr.), etc.: also in Prose, Hp.Aër.12 (Sup.), Str.2.3.4, Ph.2.117.

German (Pape)

[Seite 1061] baumreich, mit schönen Bäumen, ἄλσος Pind. Ol. 8, 9; ὄχθος N. 11, 25, vgl. P. 4, 74; χόρτοι, baumreiche Triften, Eur. I. T. 134; ὕλη Alc. Mess. 8 (VI, 218). Auch in Prosa, ὄρος Luc. Peregr. 21; χώρη εὐδενδροτάτη Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδενδρος: -ον, ἔχων ἄφθονα καὶ καλὰ δένδρα, Πινδ. Ο. 8. 12, Π. 4. 131, Εὐρ. Ι. Τ. 134, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. π. Ἀερων 288, Στράβ. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté de beaux arbres ou couvert d’arbres.
Étymologie: εὖ, δένδρον.