πατρόθειος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_15) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατρόθειος''': ὁ, Φωτ. ἐπιστ. Γ΄ ζ΄καὶ Δ΄ μβ΄ καὶ Ε΄ ια΄, ἔκδ. Ἰω. Βαλ. σ. 159. 180. 198. - Σημαίνει ἡ [[λέξις]] [[θεῖον]] τοῦ πατρὸς (ἴδε καὶ Προλεγόμ. τοῦ ἐκδ. σ. 24), ὄχι pa’ruum, [[θεῖον]] πρὸς πατρὸς ἢ ἀπὸ πατρός, ὡς ἔχει ἡ [[ἑρμηνεία]] ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ληφθεῖσα ἐκ τοῦ Δουκαγγίου, καὶ περάσασα καὶ εἰς πάντα τὰ λεξικά. Ἴσως δὲ καὶ τὸ [[μητρόθειος]], τὸ παρὰ Κ. Πορφυρ. τ. 3, σελ. 106, 15, [[οὕτως]] ἐξηγητέον, ὄχι δὲ διὰ τοῦ avunculus, ὡς ἐξηγεῖται ἐν τῷ Θησ. Στεφ. Ἐν τούτοις [[ἐπειδὴ]] [[εὑρίσκω]] καὶ ἐν τοῖς Ἀτάκτοις καὶ ἐν τῇ «Ὕλῃ Γαλλογραικικοῦ λεξικοῦ» τοῦ Κοραῆ τὸ oncle paternel διὰ τοῦ [[πατρόθειος]], κατὰ τὸν Ducange ἐξηγούμενον, [[λέγω]] ὅτι [[ἴσως]] εὕρηταί που ἡ [[λέξις]] καὶ ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ, βεβαίως [[ὅμως]] ὄχι παρὰ τῷ Φωτίῳ. Συναγωγή Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | |lstext='''πατρόθειος''': ὁ, Φωτ. ἐπιστ. Γ΄ ζ΄καὶ Δ΄ μβ΄ καὶ Ε΄ ια΄, ἔκδ. Ἰω. Βαλ. σ. 159. 180. 198. - Σημαίνει ἡ [[λέξις]] [[θεῖον]] τοῦ πατρὸς (ἴδε καὶ Προλεγόμ. τοῦ ἐκδ. σ. 24), ὄχι pa’ruum, [[θεῖον]] πρὸς πατρὸς ἢ ἀπὸ πατρός, ὡς ἔχει ἡ [[ἑρμηνεία]] ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ληφθεῖσα ἐκ τοῦ Δουκαγγίου, καὶ περάσασα καὶ εἰς πάντα τὰ λεξικά. Ἴσως δὲ καὶ τὸ [[μητρόθειος]], τὸ παρὰ Κ. Πορφυρ. τ. 3, σελ. 106, 15, [[οὕτως]] ἐξηγητέον, ὄχι δὲ διὰ τοῦ avunculus, ὡς ἐξηγεῖται ἐν τῷ Θησ. Στεφ. Ἐν τούτοις [[ἐπειδὴ]] [[εὑρίσκω]] καὶ ἐν τοῖς Ἀτάκτοις καὶ ἐν τῇ «Ὕλῃ Γαλλογραικικοῦ λεξικοῦ» τοῦ Κοραῆ τὸ oncle paternel διὰ τοῦ [[πατρόθειος]], κατὰ τὸν Ducange ἐξηγούμενον, [[λέγω]] ὅτι [[ἴσως]] εὕρηταί που ἡ [[λέξις]] καὶ ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ, βεβαίως [[ὅμως]] ὄχι παρὰ τῷ Φωτίῳ. Συναγωγή Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Μ<br />ο [[θείος]] του [[πατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[θεῖος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, der Oheim väterlicher Seits, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατρόθειος: ὁ, Φωτ. ἐπιστ. Γ΄ ζ΄καὶ Δ΄ μβ΄ καὶ Ε΄ ια΄, ἔκδ. Ἰω. Βαλ. σ. 159. 180. 198. - Σημαίνει ἡ λέξις θεῖον τοῦ πατρὸς (ἴδε καὶ Προλεγόμ. τοῦ ἐκδ. σ. 24), ὄχι pa’ruum, θεῖον πρὸς πατρὸς ἢ ἀπὸ πατρός, ὡς ἔχει ἡ ἑρμηνεία ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ληφθεῖσα ἐκ τοῦ Δουκαγγίου, καὶ περάσασα καὶ εἰς πάντα τὰ λεξικά. Ἴσως δὲ καὶ τὸ μητρόθειος, τὸ παρὰ Κ. Πορφυρ. τ. 3, σελ. 106, 15, οὕτως ἐξηγητέον, ὄχι δὲ διὰ τοῦ avunculus, ὡς ἐξηγεῖται ἐν τῷ Θησ. Στεφ. Ἐν τούτοις ἐπειδὴ εὑρίσκω καὶ ἐν τοῖς Ἀτάκτοις καὶ ἐν τῇ «Ὕλῃ Γαλλογραικικοῦ λεξικοῦ» τοῦ Κοραῆ τὸ oncle paternel διὰ τοῦ πατρόθειος, κατὰ τὸν Ducange ἐξηγούμενον, λέγω ὅτι ἴσως εὕρηταί που ἡ λέξις καὶ ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ, βεβαίως ὅμως ὄχι παρὰ τῷ Φωτίῳ. Συναγωγή Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.