προκέφαλος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(6_16) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκέφᾰλος''': -ον, ἐπὶ τῶν ὀξυκεφάλων, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν προεξέχουσαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 282, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἑξαμέτρων ἐχόντων ἐν τῇ ἀρχῇ συλλαβὴν περιττήν, [[οἷον]] ἐν Ἰλ. Ε. 343. | |lstext='''προκέφᾰλος''': -ον, ἐπὶ τῶν ὀξυκεφάλων, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν προεξέχουσαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 282, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἑξαμέτρων ἐχόντων ἐν τῇ ἀρχῇ συλλαβὴν περιττήν, [[οἷον]] ἐν Ἰλ. Ε. 343. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[προκέφαλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεφάλι]] το οποίο προεξέχει<br /><b>2.</b> (για στίχο) ο [[εξάμετρος]] που έχει περιττή [[συλλαβή]] στην [[αρχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>εγ</i>-[[κέφαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a sugar-loaf head, PGrenf.1.33.8 (ii B. C.), Sch.Ar.Av.282. II of verses, with a syllable prefixed (as Il.5.349), Ps.-Plu.Metr.2.
German (Pape)
[Seite 730] mit vorstehendem Kopfe, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
προκέφᾰλος: -ον, ἐπὶ τῶν ὀξυκεφάλων, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν προεξέχουσαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 282, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἑξαμέτρων ἐχόντων ἐν τῇ ἀρχῇ συλλαβὴν περιττήν, οἷον ἐν Ἰλ. Ε. 343.
Greek Monolingual
ο / προκέφαλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει κεφάλι το οποίο προεξέχει
2. (για στίχο) ο εξάμετρος που έχει περιττή συλλαβή στην αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ-κέφαλος.