στάλιξ: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στάλιξ''': -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, [[στέλλω]]) [[πάσσαλος]] εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[σχαλίς]], Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, [[Πολυδ]]. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141. | |lstext='''στάλιξ''': -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, [[στέλλω]]) [[πάσσαλος]] εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[σχαλίς]], Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, [[Πολυδ]]. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ικος (ἡ) :<br />pieu qui retient les filets des chasseurs.<br />'''Étymologie:''' DELG plutôt [[ἵστημι]] que [[στέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ῐκος, ἡ, (στέλλω)
A stake to which nets are fastened, Theoc.Ep.3, AP6.109 (Antip.), Plu.Pel.8, Tryph.222, etc.; distd. from σχαλίς, Opp.C.1.151,157, Poll.5.19,31, 10.141.
German (Pape)
[Seite 929] ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.
Greek (Liddell-Scott)
στάλιξ: -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, στέλλω) πάσσαλος εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ σχαλίς, Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, Πολυδ. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141.
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
pieu qui retient les filets des chasseurs.
Étymologie: DELG plutôt ἵστημι que στέλλω.