ἐνοχλέω: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνοχλέω''': Αἰολ. καὶ ποιητ. β΄ ἑνικ. ἐννοχλεῖς Θεόκρ. 29. 36: παρατ. [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως [[ἠνώχλουν]] Ξεν. Κύρ. 5. 3, 56, Ἰσοκρ. 93Α, Δημ., κλ.: μέλλ. ἐνοχλήσω Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 164: ἀόρ. ἠνώχλησα Δημ. 405. 20., 1056. 11: πρκμ. ἠνώχληκα ὁ αὐτ. 515. 19: - Παθ. -ηθήσομαι Διον. Ἁλ. 10. 3· [[ὡσαύτως]] -ήσομαι (ἐπὶ παθ. σημ.) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 36, Γαλην.: μετοχ. ἀορ. ἐνοχληθεὶς Ἱππ. Κωακ. Προγν. 203: πρκμ. ἠνώχλημαι (παρ-) Δημ. 242. 16. Ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, εἰς τίνα ἐλπίδα βλέπων ἐνοχλεῖς με; Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104D· [[ὥστε]] μὴ ’νοχλεῖν τὸν συμπότην Διόδ. Σινωπεὺς ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 18, Ξεν., κλ: - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ἀνιῶμαι, δυσαρεστοῦμαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 34, Δημ. 347. 18˙ ἡ [[ἐκκλησία]] ἠνωχλεῖτο Αἰσχίν. 59. 39. 2) [[μετὰ]] δοτ., προξενῶ ἐνόχλησιν εἴς τινα, Λυσ. 170. 14˙ ἐνοχλεῖν τοῖς ἀκούουσιν Ἰσοκρ. 42C· ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Ξεν. Ἀν. 2. 5, 13, Ἄμφις ἐν «Διθυράμβῳ» 2˙ ἠνώχλει ἡμῖν Δημ. 30. 6, κτλ. 3) ἀπολ., [[γίνομαι]] [[αἰτία]] ἐνοχλήσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστοφ. Βατρ. 708, κτλ.: μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ὅσα... ἠνώχλησεν, ὅσας ἐνοχλήσεις παρέσχε, Δημ. 519. 15˙ [[μετὰ]] μετοχ., τὸ δὲ οὐκ ἠνώχλει λέγων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 36. Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου, [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει παρὰ Κωμ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ Τραγ. | |lstext='''ἐνοχλέω''': Αἰολ. καὶ ποιητ. β΄ ἑνικ. ἐννοχλεῖς Θεόκρ. 29. 36: παρατ. [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως [[ἠνώχλουν]] Ξεν. Κύρ. 5. 3, 56, Ἰσοκρ. 93Α, Δημ., κλ.: μέλλ. ἐνοχλήσω Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 164: ἀόρ. ἠνώχλησα Δημ. 405. 20., 1056. 11: πρκμ. ἠνώχληκα ὁ αὐτ. 515. 19: - Παθ. -ηθήσομαι Διον. Ἁλ. 10. 3· [[ὡσαύτως]] -ήσομαι (ἐπὶ παθ. σημ.) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 36, Γαλην.: μετοχ. ἀορ. ἐνοχληθεὶς Ἱππ. Κωακ. Προγν. 203: πρκμ. ἠνώχλημαι (παρ-) Δημ. 242. 16. Ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, εἰς τίνα ἐλπίδα βλέπων ἐνοχλεῖς με; Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104D· [[ὥστε]] μὴ ’νοχλεῖν τὸν συμπότην Διόδ. Σινωπεὺς ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 18, Ξεν., κλ: - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ἀνιῶμαι, δυσαρεστοῦμαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 34, Δημ. 347. 18˙ ἡ [[ἐκκλησία]] ἠνωχλεῖτο Αἰσχίν. 59. 39. 2) [[μετὰ]] δοτ., προξενῶ ἐνόχλησιν εἴς τινα, Λυσ. 170. 14˙ ἐνοχλεῖν τοῖς ἀκούουσιν Ἰσοκρ. 42C· ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Ξεν. Ἀν. 2. 5, 13, Ἄμφις ἐν «Διθυράμβῳ» 2˙ ἠνώχλει ἡμῖν Δημ. 30. 6, κτλ. 3) ἀπολ., [[γίνομαι]] [[αἰτία]] ἐνοχλήσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστοφ. Βατρ. 708, κτλ.: μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ὅσα... ἠνώχλησεν, ὅσας ἐνοχλήσεις παρέσχε, Δημ. 519. 15˙ [[μετὰ]] μετοχ., τὸ δὲ οὐκ ἠνώχλει λέγων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 36. Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου, [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει παρὰ Κωμ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ Τραγ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠνώχλουν]], <i>f.</i> ἐνοχλήσω, <i>ao.</i> [[ἠνώχλησα]], <i>pf.</i> ἐνώχληκα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐνοχληθήσομαι, <i>ao.</i> ἠνωχλήθην, <i>pf. inus.</i><br />causer de la gêne, gêner, troubler, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὀχλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
Aeol. and poet. 2sg.
A ἐννοχλεῖς Theoc.29.36: impf. with double augm. ἠνώχλουν X.Cyr.5.3.56, Isoc.5.53, etc.: fut. ἐνοχλήσω Id.15.153: aor. ἠνώχλησα D.19.206: pf. ἠνώχληκα Id.21.4:—Pass., fut. -ηθήσομαι D.H.10.3, Polystr.p.8 W.; also -ήσομαι (in pass. sense) Id.p.6 W., App.BC1.36, Gal.UP11.19 (as v.l.): aor. part. ἐνοχληθείς Hp.Coac.510: pf. ἠνώχλημαι (παρ-) D.18.50:—trouble, annoy, τινά Pl.Alc.1.104d, Diod.Com.2.18, X.Mem.3.8.2, etc.; simply, address, PMag.Leid.W.3.34:—Pass., to be troubled or annoyed, X.Cyr.5.4.34, D.19.20; ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο Aeschin.3.43; to be unwell, LXX Ge. 48.1, al.; of a horse, PPetr.3p.73 (iii B. C.); to be overburdened with work, PHamb.27.18 (iii B. C.), etc. 2 c. dat., give trouble or annoyance to, Lys.24.21; τοῖς ἀκούουσιν Isoc.4.7; τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ X.An.2.5.13, cf. Amphis 15, Epicur.Nat.11.10; ἠνώχλει ἡμῖν D. 3.5, etc. 3 abs., to be a trouble, a nuisance, Hp.Aph.2.50, Ar.Ra. 708, Epicur.Ep.3p.61U., etc.: with neut. Adj., ὅσα . . ἠνώχλησεν all the trouble he has given, D.21.15: c. part., τὸ δὲ μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγων X.Cyr.5.3.56. II worry about, fuss over, τὰς ἀρετὰς τὰς ὑπὸ τούτων ἐνοχλουμένας Diog.Oen.25.—Prose word, sts. used in Com., never in Trag.
German (Pape)
[Seite 851] zur Last fallen, belästigen, beunruhigen; gew. τινί, z. B. τοῖς ἀκούουσιν Isocr. 4, 7; ἠνώχλουν ταῖς πόλεσιν 5, 53; ἔθνη ἐνοχλοῦντα τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Xen. An. 2, 5, 13; Ggstz πρὸς ἡδονήν ἐστι, Dem. 18, 4; Sp., wie Strat. 1 (XII, 1); seltner τινά, Plat. Alc. I, 104 d, wie Xen. Mem. 3, 8, 2; Dem. 23, 4; Diod. com. Ath. VI, 239 (v. 18); σὺ μηδὲν ἐνόχλει μήτε σαυτὸν μήτ' ἐμέ Nicomach. Ath. VII, 291 (v. 41); pass., ὅσα ἐνοχλεῖσθαι, im Ggstz von ὅσα ὠφελεῖσθαι, Xen. Cyr. 5, 4, 34; ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο Aesch. 3, 44; Sp., wie D. Sic., ὑπὸ ψύχους 2, 56; absol., Ar. Ran. 708; Xen. Cyr. 8, 3, 9; c. partic., μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγων 5, 3, 56. Ueber das doppelte Augment bei den Attikern vgl. diese Beispiele u. ἠνώχληκε Dem. 21, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοχλέω: Αἰολ. καὶ ποιητ. β΄ ἑνικ. ἐννοχλεῖς Θεόκρ. 29. 36: παρατ. μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἠνώχλουν Ξεν. Κύρ. 5. 3, 56, Ἰσοκρ. 93Α, Δημ., κλ.: μέλλ. ἐνοχλήσω Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 164: ἀόρ. ἠνώχλησα Δημ. 405. 20., 1056. 11: πρκμ. ἠνώχληκα ὁ αὐτ. 515. 19: - Παθ. -ηθήσομαι Διον. Ἁλ. 10. 3· ὡσαύτως -ήσομαι (ἐπὶ παθ. σημ.) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 36, Γαλην.: μετοχ. ἀορ. ἐνοχληθεὶς Ἱππ. Κωακ. Προγν. 203: πρκμ. ἠνώχλημαι (παρ-) Δημ. 242. 16. Ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, εἰς τίνα ἐλπίδα βλέπων ἐνοχλεῖς με; Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104D· ὥστε μὴ ’νοχλεῖν τὸν συμπότην Διόδ. Σινωπεὺς ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 18, Ξεν., κλ: - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ἀνιῶμαι, δυσαρεστοῦμαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 34, Δημ. 347. 18˙ ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο Αἰσχίν. 59. 39. 2) μετὰ δοτ., προξενῶ ἐνόχλησιν εἴς τινα, Λυσ. 170. 14˙ ἐνοχλεῖν τοῖς ἀκούουσιν Ἰσοκρ. 42C· ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Ξεν. Ἀν. 2. 5, 13, Ἄμφις ἐν «Διθυράμβῳ» 2˙ ἠνώχλει ἡμῖν Δημ. 30. 6, κτλ. 3) ἀπολ., γίνομαι αἰτία ἐνοχλήσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστοφ. Βατρ. 708, κτλ.: μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ὅσα... ἠνώχλησεν, ὅσας ἐνοχλήσεις παρέσχε, Δημ. 519. 15˙ μετὰ μετοχ., τὸ δὲ οὐκ ἠνώχλει λέγων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 36. Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου, ἐνίοτε ἐν χρήσει παρὰ Κωμ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ Τραγ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠνώχλουν, f. ἐνοχλήσω, ao. ἠνώχλησα, pf. ἐνώχληκα;
Pass. f. ἐνοχληθήσομαι, ao. ἠνωχλήθην, pf. inus.
causer de la gêne, gêner, troubler, dat. ou acc..
Étymologie: ἐν, ὀχλέω.