πημονή: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πημονή''': ἡ, ([[πήμων]]) [[τύπος]] [[ἕτερος]] τοῦ [[πῆμα]], ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.
|lstext='''πημονή''': ἡ, ([[πήμων]]) [[τύπος]] [[ἕτερος]] τοῦ [[πῆμα]], ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[πῆμα]];<br /><b>2</b> sujet d’affliction ; [[αἱ]] πημοναί les paroles propres à affliger.<br />'''Étymologie:''' [[πῆμα]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πημονή Medium diacritics: πημονή Low diacritics: πημονή Capitals: ΠΗΜΟΝΗ
Transliteration A: pēmonḗ Transliteration B: pēmonē Transliteration C: pimoni Beta Code: phmonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = πῆμα, freq. in Trag., A.Pr.239 (pl.), 278, 308 (pl.), S.Tr.1189 (pl.), E.Fr.682; also ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ with hostile intent, Foed. ap. Th.5.18.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, poet. statt πῆμα; oft bei Tragg., sing. u. plur., z. B. τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, ὅμως δ' ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν Pers. 285, πημονὰς εὔχου λαβεῖν Soph. Trach. 1179, u. öfter, wie Eur., ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσθαι Hec. 630. In Prosa Thuc. 5, 18 in einem Dokumente.

Greek (Liddell-Scott)

πημονή: ἡ, (πήμων) τύπος ἕτερος τοῦ πῆμα, ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει ὡσαύτως ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 c. πῆμα;
2 sujet d’affliction ; αἱ πημοναί les paroles propres à affliger.
Étymologie: πῆμα.