ὀρθηλός: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(6_10) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθηλός''': -ή, -όν, = [[ὀρθός]], Στράβ. 12, 7, 3. | |lstext='''ὀρθηλός''': -ή, -όν, = [[ὀρθός]], Στράβ. 12, 7, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθηλός]], -ή, -όν και [[ὀρθηρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[ορθός]], [[στητός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὀρθηλός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀρθός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i>, πιθ. [[κατά]] το <i>ὑψ</i>-<i>ηλός</i>, ενώ ο τ. [[ὀρθηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀρθός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμη</i>-<i>ρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A tall, straight, κυμβία IG11(2).145.49 (Delos, iv/iii B. C.), cf. 154B29,161B37, al., Str.12.7.3:—so ὀρθηρός, BGU781 i 15, al.(i A. D.).
German (Pape)
[Seite 373] = ὀρθός, δένδρον, Strab. 12, 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθηλός: -ή, -όν, = ὀρθός, Στράβ. 12, 7, 3.
Greek Monolingual
ὀρθηλός, -ή, -όν και ὀρθηρός, -ά, -όν (Α)
ορθός, στητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρθηλός < ὀρθός + επίθημα -ηλός, πιθ. κατά το ὑψ-ηλός, ενώ ο τ. ὀρθηρός < ὀρθός + επίθημα -ηρός (πρβλ. τολμη-ρός)].