ἐπαοιδός: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαοιδός''': ὁ, = [[ἐπῳδός]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ζ΄, 11, 22), Φίλων Ι. 449, 11, κλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαοιδοί· φαρμακοί, γόητες». | |lstext='''ἐπαοιδός''': ὁ, = [[ἐπῳδός]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ζ΄, 11, 22), Φίλων Ι. 449, 11, κλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαοιδοί· φαρμακοί, γόητες». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαοιδός]], ο (AM)<br />[[μάντης]], [[μάγος]], [[γόης]] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπαοιδοί<br />φαρμακοί, γόητες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αοιδός]] «[[τραγουδιστής]], [[ραψωδός]]»<br />Ποιητ. τ. του [[επωδός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐπῳδός, LXXEx.7.11,22,al., Ph.1.449 (pl.), Arr. Epict.3.24.10, Man.5.183 (pl.). Adv. ἐπαοιδ-ῶς by way of a charm, Steph. in Hp.2.458D.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαοιδός: ὁ, = ἐπῳδός, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ζ΄, 11, 22), Φίλων Ι. 449, 11, κλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαοιδοί· φαρμακοί, γόητες».
Greek Monolingual
ἐπαοιδός, ο (AM)
μάντης, μάγος, γόης (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαοιδοί
φαρμακοί, γόητες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αοιδός «τραγουδιστής, ραψωδός»
Ποιητ. τ. του επωδός].