δενδράς: Difference between revisions
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
(6_4) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δενδράς''': -άδος, ἡ, ἡ ἐκ πολλῶν δένδρων συγκειμένη, [[σύνδενδρος]], Νόνν. Δ. 2. 639. | |lstext='''δενδράς''': -άδος, ἡ, ἡ ἐκ πολλῶν δένδρων συγκειμένη, [[σύνδενδρος]], Νόνν. Δ. 2. 639. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-άδος<br />[[arbórea]] φθινοπωρὶς ἐοῦσα ... ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην (la tierra) en estado otoñal se despojó de su arbórea cabellera</i> Nonn.<i>D</i>.11.514, δ. λόχμη espesura arbórea</i> Nonn.<i>D</i>.13.399, δενδράδες ὗλαι Nonn.<i>D</i>.3.252. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A wooded, λόχμη ib.13.399; χαίτη ib.11.514.
German (Pape)
[Seite 545] άδος, ἡ, baumreich, buschig, ὕλαι Nonn. D. 3, 252; auch χαίτη, 2, 639.
Greek (Liddell-Scott)
δενδράς: -άδος, ἡ, ἡ ἐκ πολλῶν δένδρων συγκειμένη, σύνδενδρος, Νόνν. Δ. 2. 639.
Spanish (DGE)
-άδος
arbórea φθινοπωρὶς ἐοῦσα ... ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην (la tierra) en estado otoñal se despojó de su arbórea cabellera Nonn.D.11.514, δ. λόχμη espesura arbórea Nonn.D.13.399, δενδράδες ὗλαι Nonn.D.3.252.