ἀθώπευτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθώπευτος''': -ον, = [[ἀκολάκευτος]], [[ἄνευ]] κολακείας, τῆς ἐμῆς γλώσσης, ἐκ μέρους τῆς γλώσσης μου. Εὐρ. Ἀνδρ. 460. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ.: [[ἐντεῦθεν]], [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[ἀπότομος]], Ἀνθ. Π. 6, 168.
|lstext='''ἀθώπευτος''': -ον, = [[ἀκολάκευτος]], [[ἄνευ]] κολακείας, τῆς ἐμῆς γλώσσης, ἐκ μέρους τῆς γλώσσης μου. Εὐρ. Ἀνδρ. 460. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ.: [[ἐντεῦθεν]], [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[ἀπότομος]], Ἀνθ. Π. 6, 168.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non caressé, non flatté;<br /><b>2</b> qui ne flatte pas ; rude, dur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θωπεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθώπευτος Medium diacritics: ἀθώπευτος Low diacritics: αθώπευτος Capitals: ΑΘΩΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: athṓpeutos Transliteration B: athōpeutos Transliteration C: athopeftos Beta Code: a)qw/peutos

English (LSJ)

ον,

   A unflattered, without flattery, τῆς ἐμῆς γλώσσης from my tongue, E.Andr.459.    2 not open to flattery, δίκαι Lyc.1399, cf. Nic. Dam.p.144 D.    II Act., not flattering, Telesp.44.8H.; hence, rough, rude, θήρ AP6.168 (Paul.Sil.); συρίγματα, of the Python, Pae.Delph.20; ἀδροσίη POxy.1796.17.    III Adv. -τως without flattery, Them.Or.15.193d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθώπευτος: -ον, = ἀκολάκευτος, ἄνευ κολακείας, τῆς ἐμῆς γλώσσης, ἐκ μέρους τῆς γλώσσης μου. Εὐρ. Ἀνδρ. 460. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ.: ἐντεῦθεν, τραχύς, σκληρός, ἀπότομος, Ἀνθ. Π. 6, 168.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non caressé, non flatté;
2 qui ne flatte pas ; rude, dur.
Étymologie: ἀ, θωπεύω.