ψαμαθίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_12)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψᾰμᾰθίς''': ῖδος, ἡ, [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, ἄλλως ὓς, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 327Α, πρβλ. [[ψαμμίτης]].
|lstext='''ψᾰμᾰθίς''': ῖδος, ἡ, [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, ἄλλως ὓς, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 327Α, πρβλ. [[ψαμμίτης]].
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />θαλάσσιο [[ψάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πλοκαμ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰμᾰθίς Medium diacritics: ψαμαθίς Low diacritics: ψαμαθίς Capitals: ΨΑΜΑΘΙΣ
Transliteration A: psamathís Transliteration B: psamathis Transliteration C: psamathis Beta Code: yamaqi/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, a sea-fish, elsewh. ὗς, Numen. ap. Ath. 7.327a.

German (Pape)

[Seite 1391] ῖδος, ἡ, ein Meerfisch, sonst ὗς, gleichsam der Sandfisch, Numen. bei Ath. VII, 327 a. ἡ, = ψαμαθία (?).

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰμᾰθίς: ῖδος, ἡ, θαλάσσιος ἰχθύς, ἄλλως ὓς, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 327Α, πρβλ. ψαμμίτης.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
θαλάσσιο ψάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμαθος «άμμος» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πλοκαμ-ίς)].