Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιπλίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπλίσσομαι''': [[διέχω]] τὰ σκέλη, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην ἅπαντα περιπεπλιγμένα, [[τουτέστι]], διασχόντα τὰ σκέλη, Στράττις παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 172· «περιπεπλιγμένον, τὸ περιβεβηκός», ἐπὶ σκέλους, Εὐστ. 1564. 49· ― καθ’ Ἡσύχ.: «περιπεπλιγμένα· περιπεπλεγμένα τοῖς σκέλεσι. οἱ γὰρ ἀλεῖπται τὸ βῆμα [[πλίγμα]] λέγουσιν», καί, «περιπεπλίχθαι· διηλλάχθαι τὰ σκέλη ἀσχημόνως»· οὕτω παρὰ Θεοκρ. 18. 8, ποσσὶ περιπλίκτοις, [[εἶναι]] πιθανῶς καλλιτέρα γραφὴ (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ περιπλέκτοις), ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[περιπλίγδην]] [[περιπλίξ]].
|lstext='''περιπλίσσομαι''': [[διέχω]] τὰ σκέλη, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην ἅπαντα περιπεπλιγμένα, [[τουτέστι]], διασχόντα τὰ σκέλη, Στράττις παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 172· «περιπεπλιγμένον, τὸ περιβεβηκός», ἐπὶ σκέλους, Εὐστ. 1564. 49· ― καθ’ Ἡσύχ.: «περιπεπλιγμένα· περιπεπλεγμένα τοῖς σκέλεσι. οἱ γὰρ ἀλεῖπται τὸ βῆμα [[πλίγμα]] λέγουσιν», καί, «περιπεπλίχθαι· διηλλάχθαι τὰ σκέλη ἀσχημόνως»· οὕτω παρὰ Θεοκρ. 18. 8, ποσσὶ περιπλίκτοις, [[εἶναι]] πιθανῶς καλλιτέρα γραφὴ (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ περιπλέκτοις), ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[περιπλίγδην]] [[περιπλίξ]].
}}
{{bailly
|btext=enlacer de ses jambes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[περίπλεκτος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλίσσομαι Medium diacritics: περιπλίσσομαι Low diacritics: περιπλίσσομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΛΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: periplíssomai Transliteration B: periplissomai Transliteration C: periplissomai Beta Code: peripli/ssomai

English (LSJ)

   A put the legs round or across, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην . . περιπεπλιγμένα Stratt.63, cf. Eust.1564.49, Hsch.

German (Pape)

[Seite 588] att. -ττομαι, umschreiten, die ausgespreizten Beine um Etwas herum setzen, περί τι, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλίσσομαι: διέχω τὰ σκέλη, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην ἅπαντα περιπεπλιγμένα, τουτέστι, διασχόντα τὰ σκέλη, Στράττις παρὰ Πολυδ. Β΄, 172· «περιπεπλιγμένον, τὸ περιβεβηκός», ἐπὶ σκέλους, Εὐστ. 1564. 49· ― καθ’ Ἡσύχ.: «περιπεπλιγμένα· περιπεπλεγμένα τοῖς σκέλεσι. οἱ γὰρ ἀλεῖπται τὸ βῆμα πλίγμα λέγουσιν», καί, «περιπεπλίχθαι· διηλλάχθαι τὰ σκέλη ἀσχημόνως»· οὕτω παρὰ Θεοκρ. 18. 8, ποσσὶ περιπλίκτοις, εἶναι πιθανῶς καλλιτέρα γραφὴ (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ περιπλέκτοις), ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. περιπλίγδην περιπλίξ.

French (Bailly abrégé)

enlacer de ses jambes.
Étymologie: cf. περίπλεκτος.