παραμαρμαίρω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6_2) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραμαρμαίρω''': [[λάμπω]], ἀκτινοβολῶ πλησίον, Ὀνησάνδρ. Στρατηγ. 29. | |lstext='''παραμαρμαίρω''': [[λάμπω]], ἀκτινοβολῶ πλησίον, Ὀνησάνδρ. Στρατηγ. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]] πλάι σε [[κάτι]] [[άλλο]] («πρὸς ἄλληλα παραμαρμαίροντα πρὸς ἀνταύγειαν ἡλιου», Ονήσανδρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαρμαίρω]] «[[λάμπω]], [[αστράπτω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A gleam beside, Onos.29.2.
German (Pape)
[Seite 489] dagegen, daneben schimmern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραμαρμαίρω: λάμπω, ἀκτινοβολῶ πλησίον, Ὀνησάνδρ. Στρατηγ. 29.
Greek Monolingual
Α
λάμπω, ακτινοβολώ πλάι σε κάτι άλλο («πρὸς ἄλληλα παραμαρμαίροντα πρὸς ἀνταύγειαν ἡλιου», Ονήσανδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μαρμαίρω «λάμπω, αστράπτω»].