νευρίτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_2)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευρίτης''': [[λίθος]], ὁ, [[λίθος]] [[ὅμοιος]] πρὸς [[νεῦρον]], Ὀρφ. Λιθ. 742.
|lstext='''νευρίτης''': [[λίθος]], ὁ, [[λίθος]] [[ὅμοιος]] πρὸς [[νεῦρον]], Ὀρφ. Λιθ. 742.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />(ανατ.-βιολ.) ο [[νευράξονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>neurite</i> <span style="color: red;"><</span> [[νεύρο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]].———————— <b>(II)</b><br />[[νευρίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[νευρίτης]] [[λίθος]]» — [[είδος]] λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με [[νεύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>κογχ</i>-[[ίτης]], <i>λυχν</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρίτης Medium diacritics: νευρίτης Low diacritics: νευρίτης Capitals: ΝΕΥΡΙΤΗΣ
Transliteration A: neurítēs Transliteration B: neuritēs Transliteration C: nevritis Beta Code: neuri/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, ὁ,

   A sinew-like stone, Orph.L.748 codd. (fort. leg. νεβρ-).

German (Pape)

[Seite 247] ὁ, sehnig, wie νευρῖτις, f. l. für νεβρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

νευρίτης: λίθος, ὁ, λίθος ὅμοιος πρὸς νεῦρον, Ὀρφ. Λιθ. 742.

Greek Monolingual

(I)
ο
(ανατ.-βιολ.) ο νευράξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurite < νεύρο + κατάλ. -ίτης].———————— (II)
νευρίτης, ὁ (Α)
φρ. «νευρίτης λίθος» — είδος λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. κογχ-ίτης, λυχν-ίτης)].