διαμαστροπεύω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμαστροπεύω''': [[μεσιτεύω]] πρὸς ἀτιμίαν, [[προαγωγεύω]], δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ [[κράτος]] ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.
|lstext='''διαμαστροπεύω''': [[μεσιτεύω]] πρὸς ἀτιμίαν, [[προαγωγεύω]], δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ [[κράτος]] ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.
}}
{{bailly
|btext=prostituer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μαστροπεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμαστροπεύω Medium diacritics: διαμαστροπεύω Low diacritics: διαμαστροπεύω Capitals: ΔΙΑΜΑΣΤΡΟΠΕΥΩ
Transliteration A: diamastropeúō Transliteration B: diamastropeuō Transliteration C: diamastropeyo Beta Code: diamastropeu/w

English (LSJ)

   A pander: metaph. in Pass., -ομένης τῆς ἡγεμονίας γάμοις bargained away by a marriage, Plu.Caes.14.

German (Pape)

[Seite 589] verkuppeln; ἡγεμονία γάμοις -ομένη Plut. Caes. 14, der Oberbefehl wird durch eine Heirath vergeben.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαστροπεύω: μεσιτεύω πρὸς ἀτιμίαν, προαγωγεύω, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ κράτος ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: διά, μαστροπεύω.