συμμεταδίδωμι: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_2) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμεταδίδωμι''': [[μεταδίδωμι]] ἢ ἀνακοινοῦμαι [[ὁμοῦ]], σ. τινί τινος ἢ [[περί]] τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7. | |lstext='''συμμεταδίδωμι''': [[μεταδίδωμι]] ἢ ἀνακοινοῦμαι [[ὁμοῦ]], σ. τινί τινος ἢ [[περί]] τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[κοινοποιώ]] σε κάποιον [[κάτι]] για την από κοινού εξέτασή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταδίδωμι]] «[[ανακοινώνω]], [[συσκέπτομαι]] με κάποιον για [[κάτι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
A impart information about a matter, σ. τινί τινος or περί τινος, Plb.5.36.2, 22.14.7.
German (Pape)
[Seite 981] (s. δίδωμι), mittheilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταδίδωμι: μεταδίδωμι ἢ ἀνακοινοῦμαι ὁμοῦ, σ. τινί τινος ἢ περί τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7.
Greek Monolingual
Α
κοινοποιώ σε κάποιον κάτι για την από κοινού εξέτασή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταδίδωμι «ανακοινώνω, συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι»].