προσυπογράφω: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_3) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσυπογράφω''': [ᾰ], [[σχεδιάζω]] [[προσέτι]], Λογγῖν. 14, Φίλων 1. 590, Διογ. Λ. 6. 103. | |lstext='''προσυπογράφω''': [ᾰ], [[σχεδιάζω]] [[προσέτι]], Λογγῖν. 14, Φίλων 1. 590, Διογ. Λ. 6. 103. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[ὑπογράφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπογράφω]] [[μαζί]] με άλλους, [[συνυπογράφω]] («το [[έγγραφο]] προσυπέγραψαν και τα [[μέλη]] του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη [[συνεδρίαση]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] απολύτως [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[επισυνάπτω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] [[καθώς]] [[γράφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A sketch out besides, τι τῇ διανοίᾳ Longin. 14.2, cf. Ph.1.577, D.L.6.103: abs., Ph.1.590. II subjoin, Ptol. Phas.p.10 H.; add below in writing, PMag.Lond.121.804.
German (Pape)
[Seite 785] noch dazu oder mit darunter schreiben, einen Umriß entwerfen, Longin. 14, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπογράφω: [ᾰ], σχεδιάζω προσέτι, Λογγῖν. 14, Φίλων 1. 590, Διογ. Λ. 6. 103.
Greek Monolingual
ΝΑ ὑπογράφω
νεοελλ.
1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση»)
2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι
αρχ.
1. σχεδιάζω κάτι ακόμη
2. επισυνάπτω κάτι
3. προσθέτω κάτι καθώς γράφω.