κόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(6_15)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρῠφος''': ὁ, μικρόν τι πτηνόν, κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ τοῦ [[κόραφος]] παρ’ Ἡσύχ.
|lstext='''κόρῠφος''': ὁ, μικρόν τι πτηνόν, κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ τοῦ [[κόραφος]] παρ’ Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόρυφος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> υψηλό [[σημείο]], [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[γυναικείος]] [[κότσος]]<br /><b>3.</b> χαϊδευτική [[ονομασία]] παιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος παρλλ. τ. της λ. [[κορυφή]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρῠφος Medium diacritics: κόρυφος Low diacritics: κόρυφος Capitals: ΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: kóryphos Transliteration B: koryphos Transliteration C: koryfos Beta Code: ko/rufos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κορυφή 1.3, IG42(1).71.17, al. (Epid.).    II pet name for a child (?), PTeb.414.7 (ii A. D.).    III Alexandrian word for ὁ ὡς κόρη οἰφώμενος, Sch.Theoc.4.62 (v.l. κόροιφος).

German (Pape)

[Seite 1489] ὁ, nach Hesych. ein kleiner Vogel, auch κόραφος geschrieben, u. κόρυμβος γυναικεῖος, id.

Greek (Liddell-Scott)

κόρῠφος: ὁ, μικρόν τι πτηνόν, κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ τοῦ κόραφος παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κόρυφος, ὁ (Α)
1. υψηλό σημείο, κορυφή
2. (κατά τον Ησύχ.) γυναικείος κότσος
3. χαϊδευτική ονομασία παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. της λ. κορυφή.