ἐρυμνότης: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρυμνότης''': -ητος, ἡ, τὸ ὀχυρὸν θέσεώς τινος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23· τῶν τειχῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· ἐρ. τῶν Ἄλπεων, [[δυσκολία]] ἐν τῇ ὑπερβάσει αὐτῶν, Πολύβ. 3. 49, 9, κτλ. | |lstext='''ἐρυμνότης''': -ητος, ἡ, τὸ ὀχυρὸν θέσεώς τινος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23· τῶν τειχῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· ἐρ. τῶν Ἄλπεων, [[δυσκολία]] ἐν τῇ ὑπερβάσει αὐτῶν, Πολύβ. 3. 49, 9, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />position fortifiée <i>ou</i> situation infranchissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυμνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A strength or security of a place, X.Cyr.6.1.23 ; τῶν τειχῶν Arist.Pol.1330b37 ; αἱ ἐ. τῶν Ἄλπεων the difficulties of passing them, Plb.3.47.9, etc.
German (Pape)
[Seite 1037] ητος, ἡ, die Festigkeit eines Ortes, Befestigung, Xen. Cyr. 6, 1, 23; τῶν τειχέων Arist. pol. 7, 11; von den Alpen, Pol. 3, 47, 9. 48, 5, Unzugänglichkeit, Schroffheit.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, τὸ ὀχυρὸν θέσεώς τινος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23· τῶν τειχῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· ἐρ. τῶν Ἄλπεων, δυσκολία ἐν τῇ ὑπερβάσει αὐτῶν, Πολύβ. 3. 49, 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
position fortifiée ou situation infranchissable.
Étymologie: ἐρυμνός.