ἤγανον: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
(6_21)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἤγᾰνον''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[τήγανον]], Ἀνακρ. 25.
|lstext='''ἤγᾰνον''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[τήγανον]], Ἀνακρ. 25.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἤγανον]], τὸ (Α)<br />ιων. τ. [[αντί]] [[τήγανον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη [[κατάτμηση]] του τ. [[τήγανον]] «[[τηγάνι]]» (<i>τ</i>' [[ήγανον]])<br />θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό <i>τ</i>- ως [[άρθρο]] (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός [[είναι]] [[προϊόν]] γλωσσικής μεταβολής ή [[απλώς]] εσφαλμένη [[γραφή]] του ορθού τ. [[τήγανον]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤγᾰνον Medium diacritics: ἤγανον Low diacritics: ήγανον Capitals: ΗΓΑΝΟΝ
Transliteration A: ḗganon Transliteration B: ēganon Transliteration C: iganon Beta Code: h)/ganon

English (LSJ)

τό, Ion. for τήγανον, Anacr.26.

German (Pape)

[Seite 1149] τό, ion. = τήγανον, Ath. VI, 229 b, mit einem Beispiele aus Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

ἤγᾰνον: τό, Ἰων. ἀντὶ τήγανον, Ἀνακρ. 25.

Greek Monolingual

ἤγανον, τὸ (Α)
ιων. τ. αντί τήγανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση του τ. τήγανον «τηγάνι» (τ' ήγανον)
θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ- ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς εσφαλμένη γραφή του ορθού τ. τήγανον.