ἀκροσφαλής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροσφᾰλής''': -ές, ([[σφάλλω]]) ὑποκείμενος εἰς τὸ σφάλλεσθαι, προσπταίειν, [[ἀσταθής]], Πλούτ. 2. 713Β· ἀκρ. πρὸς ὑγίειαν = [[ἐπισφαλής]], Πλάτ. Πολ. 404Β: - οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ., ἀκροσφαλῶς ἔχειν, Πλούτ. 2. 682D. II. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ καταρρίψῃ τινά, [[ὀλισθηρός]], ἐπικίνδυνος, Πολύβ. 9. 19, 7.
|lstext='''ἀκροσφᾰλής''': -ές, ([[σφάλλω]]) ὑποκείμενος εἰς τὸ σφάλλεσθαι, προσπταίειν, [[ἀσταθής]], Πλούτ. 2. 713Β· ἀκρ. πρὸς ὑγίειαν = [[ἐπισφαλής]], Πλάτ. Πολ. 404Β: - οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ., ἀκροσφαλῶς ἔχειν, Πλούτ. 2. 682D. II. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ καταρρίψῃ τινά, [[ὀλισθηρός]], ἐπικίνδυνος, Πολύβ. 9. 19, 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> sujet à tomber, chancelant, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><b>2</b> enclin à.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[σφάλλω]].
}}
}}