ἐμπειρία: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπειρία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐκ τῆς πείρας [[γνῶσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀπειρία]], Εὐρ. Φοίν. 529, Θουκ. 4. 10., 5. 7, κτλ.· ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τό: ἡ δι’ ὀλίγου [[μελέτη]], ὁ αὐτ. 2. 85· ἡ μὴ ’μπειρία, [[ἔλλειψις]] πείρας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 115· δι’ ἐμπειρίαν Πλάτ. Παρμ. 137Α. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγματος, [[πεῖρα]] ἔν τινι πράγματι, [[γνῶσις]], τῶν πραγμάτων Ἀντιφῶν 129. 26· μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων Θουκ. 3. 95· τῶν ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 582Β, κτλ.· ὡαύτως, ἐμπ. [[περί]] τι Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 4· ἐμπ. κατὰ πόλιν Θουκ. 2. 3· ἐμπ. ἡγεμονικὴ Πολύβ. 10. 22, 4, κτλ. ΙΙ. [[ἁπλῶς]] [[πεῖρα]] ἢ ἄσκησις πρακτική, «[[πρᾶξις]]», [[ἄνευ]] ἐπιστημονικῆς γνώσεως, [[μάλιστα]] ἐν τῇ ἰατρικῇ (πρβλ. [[ἐμπειρικός]]), ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις [[ἄνευ]] λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Πλάτ. Νόμ. 857C, πρβλ. 938Α· κατ’ ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι, ἐμπειρικῶς, πρακτικῶς, [[αὐτόθι]] 720Β· οὐκ ἔστι [[τέχνη]], ἀλλ’ ἐμπ. καὶ τριβὴ ὁ αὐτ. Γοργ. 463Β, πρβλ. 465Α· ἐπιστήμῃ οὐκ ἐμπειρίᾳ... χρώμενον ὁ αὐτ. Πολ. 409Β· ἐνῷ ὁ Πολύβ. θέτει τὴν μεθοδικὴν ἐμπειρίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀπειρίαν καὶ ἄλογον [[τριβήν]], 1. 84, 6): - τὸν πληθ. μετεχειρίσθη ὁ [[Πλάτων]] (ἴδε ἀνωτ.), Ἰσοκρ. 294 Α, Δημ. κλ.· αἱ ἄλλαι ἐμπ. καὶ τέχναι, τὰ ἄλλα (πρακτικὰ) ἐπιτηδεύματα καὶ αἱ τέχναι, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10· αἱ περὶ τῶν τοιούτων ἐμπ. [[αὐτόθι]] 4. 13, 10.
|lstext='''ἐμπειρία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐκ τῆς πείρας [[γνῶσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀπειρία]], Εὐρ. Φοίν. 529, Θουκ. 4. 10., 5. 7, κτλ.· ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τό: ἡ δι’ ὀλίγου [[μελέτη]], ὁ αὐτ. 2. 85· ἡ μὴ ’μπειρία, [[ἔλλειψις]] πείρας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 115· δι’ ἐμπειρίαν Πλάτ. Παρμ. 137Α. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγματος, [[πεῖρα]] ἔν τινι πράγματι, [[γνῶσις]], τῶν πραγμάτων Ἀντιφῶν 129. 26· μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων Θουκ. 3. 95· τῶν ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 582Β, κτλ.· ὡαύτως, ἐμπ. [[περί]] τι Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 4· ἐμπ. κατὰ πόλιν Θουκ. 2. 3· ἐμπ. ἡγεμονικὴ Πολύβ. 10. 22, 4, κτλ. ΙΙ. [[ἁπλῶς]] [[πεῖρα]] ἢ ἄσκησις πρακτική, «[[πρᾶξις]]», [[ἄνευ]] ἐπιστημονικῆς γνώσεως, [[μάλιστα]] ἐν τῇ ἰατρικῇ (πρβλ. [[ἐμπειρικός]]), ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις [[ἄνευ]] λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Πλάτ. Νόμ. 857C, πρβλ. 938Α· κατ’ ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι, ἐμπειρικῶς, πρακτικῶς, [[αὐτόθι]] 720Β· οὐκ ἔστι [[τέχνη]], ἀλλ’ ἐμπ. καὶ τριβὴ ὁ αὐτ. Γοργ. 463Β, πρβλ. 465Α· ἐπιστήμῃ οὐκ ἐμπειρίᾳ... χρώμενον ὁ αὐτ. Πολ. 409Β· ἐνῷ ὁ Πολύβ. θέτει τὴν μεθοδικὴν ἐμπειρίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀπειρίαν καὶ ἄλογον [[τριβήν]], 1. 84, 6): - τὸν πληθ. μετεχειρίσθη ὁ [[Πλάτων]] (ἴδε ἀνωτ.), Ἰσοκρ. 294 Α, Δημ. κλ.· αἱ ἄλλαι ἐμπ. καὶ τέχναι, τὰ ἄλλα (πρακτικὰ) ἐπιτηδεύματα καὶ αἱ τέχναι, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10· αἱ περὶ τῶν τοιούτων ἐμπ. [[αὐτόθι]] 4. 13, 10.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> expérience;<br /><b>2</b> expérience, science <i>ou</i> sagesse acquise par l’expérience.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπειρος]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπειρία Medium diacritics: ἐμπειρία Low diacritics: εμπειρία Capitals: ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Transliteration A: empeiría Transliteration B: empeiria Transliteration C: empeiria Beta Code: e)mpeiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A experience, E.Ph.529, Th.4.10; opp. ἀνεπιστημοσύνη, Id.5.7; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐ., opp. ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, Id.2.85; ἡ μὴ 'μπειρία want of experience, Ar.Ec.115; δι' ἐμπειρίαν Pl.Prm. 137a; ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρία οἰκείᾳ κεχρημένον Id.R.409b: pl., D. Prooem.45.    2 c. gen. rei, experience in, acquaintance with, τῶν πραγμάτων Antipho5.1; μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων Th.3.95; ἀμφοτέρων τῶν ἡδονῶν Pl.R.582b; also ἐ. περί τι X.HG7.1.4; ἐ. ἡ κατὰ τὴν πόλιν Th.2.3; ἐ. ἡγεμονική Plb.10.24.4, etc.    II practice, without knowledge of principles, esp. in Medicine, empiricism, ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Pl.Lg.857c (hence οἱ ἀπὸ τῆς ἐ. ἰατροί S.E.M.8.191, Gal.Sect.Intr.1); κατ' ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι empirically, Pl.Lg.720b; οὐκ ἔστιν τέχνη, ἀλλ' ἐ. καὶ τριβή Id.Grg.463b, cf. 465a, Lg.938a (whereas Plb. opposes . to ἀπειρία καὶ τριβὴ ἄλογος 1.84.6): but also,    2 craft, τοῖς περὶ τὰς ἐ. γεγυμνασμένοις Isoc.13.14; πραγμάτων ἐ., including τέχνη and ἐπιστήμη Metrod.61; αἱ ἄλλαι ἐ. καὶ τέχναι the other crafts and arts, Arist.Pol.1282a1; αἱ περὶ τῶν τοιούτων ἐ. ib.1297b20; also, experiments, πολλαὶ τέχναι ἐκ τῶν ἐ. ηὑρημέναι Pl.Grg. 448c.

German (Pape)

[Seite 811] ἡ, Erfahrung; γεραιτέρων Xen. Lac. 5, 5; Eur. Phoen. 529 u. A.; Kenntniß, die sich auf Erfahrung gründet, bes. im Ggstz der Theorie u. wissenschaftlichen Einsicht, z. B. von der Redekunst, οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἐμπειρία καὶ τριβή Plat. Gorg. 463 b; vgl. Phaedr. 270 b; ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρίᾳ οἰκείᾳ κεχρημένον Rep. III, 409 b, wie IV, 422 c; ἡ περὶ τὰ τοιαῦτ' ἐμπ. καὶ σκέψις γεγονυῖά μοι Legg. XII, 968 b; auch vom Arzt, τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου (empirisch, nicht rationell) τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζόντων IX, 857 c; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπ., im Ggstz von ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, Thuc. 2, 85; Pol. setzt μεθοδικὴ ἐμπ. der ἀπειρία καὶ ἄλογος τριβή entgegen, 1, 84, 6; so auch bei Anderen »Kenntniß«, im plur. Isocr. 3, 18; ἔκ τινος γενόμεναι 4, 174; τῶν πραγμάτων, τοῦ πολεμεῖν, Antiph. 5, 1 Dem. 1, 28; ἡγεμονική, des Feldherrn, Pol. 10, 22, 4; ναυτική Plut. Pericl. 11; ἡ διὰ τόξων ἐμπ. Hdn. 4, 10, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπειρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐκ τῆς πείρας γνῶσις, ἀντίθετον τῷ ἀπειρία, Εὐρ. Φοίν. 529, Θουκ. 4. 10., 5. 7, κτλ.· ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τό: ἡ δι’ ὀλίγου μελέτη, ὁ αὐτ. 2. 85· ἡ μὴ ’μπειρία, ἔλλειψις πείρας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 115· δι’ ἐμπειρίαν Πλάτ. Παρμ. 137Α. 2) μετὰ γεν. πράγματος, πεῖρα ἔν τινι πράγματι, γνῶσις, τῶν πραγμάτων Ἀντιφῶν 129. 26· μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων Θουκ. 3. 95· τῶν ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 582Β, κτλ.· ὡαύτως, ἐμπ. περί τι Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 4· ἐμπ. κατὰ πόλιν Θουκ. 2. 3· ἐμπ. ἡγεμονικὴ Πολύβ. 10. 22, 4, κτλ. ΙΙ. ἁπλῶς πεῖρα ἢ ἄσκησις πρακτική, «πρᾶξις», ἄνευ ἐπιστημονικῆς γνώσεως, μάλιστα ἐν τῇ ἰατρικῇ (πρβλ. ἐμπειρικός), ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Πλάτ. Νόμ. 857C, πρβλ. 938Α· κατ’ ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι, ἐμπειρικῶς, πρακτικῶς, αὐτόθι 720Β· οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ’ ἐμπ. καὶ τριβὴ ὁ αὐτ. Γοργ. 463Β, πρβλ. 465Α· ἐπιστήμῃ οὐκ ἐμπειρίᾳ... χρώμενον ὁ αὐτ. Πολ. 409Β· ἐνῷ ὁ Πολύβ. θέτει τὴν μεθοδικὴν ἐμπειρίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀπειρίαν καὶ ἄλογον τριβήν, 1. 84, 6): - τὸν πληθ. μετεχειρίσθη ὁ Πλάτων (ἴδε ἀνωτ.), Ἰσοκρ. 294 Α, Δημ. κλ.· αἱ ἄλλαι ἐμπ. καὶ τέχναι, τὰ ἄλλα (πρακτικὰ) ἐπιτηδεύματα καὶ αἱ τέχναι, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10· αἱ περὶ τῶν τοιούτων ἐμπ. αὐτόθι 4. 13, 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 expérience;
2 expérience, science ou sagesse acquise par l’expérience.
Étymologie: ἔμπειρος.