ἀντιτίνω: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιτίνω''': μέλλ. - τίσω, πληρώνω ἢ [[ὑποφέρω]] τιμωρίαν διά τι [[πρᾶγμα]], τι Θέογν. 738· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 1086: - ἐν γένει, ἀντιπληρώνω, χάριτάς τινι Εὐστ. 142. 15. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] [[ἀντίποινα]], ἀντιτιμωρῶ τινα, κἀπεύχεται ... ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτίσασθαι (ἀντιτείσεσθαι Weil) φόνον, νὰ τιμωρήσῃ αὐτὸν διὰ φόνου, [[διότι]] μὲ ἤγαγεν [[ἐνταῦθα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1263· πόσιν δίκην (διαφ. γραφ. δίκῃ) τῶνδ’ ἀντιτίσασθαι κακῶν, λαβεῖν παρ’ αὐτῶν ποινὴν διὰ τὰ πονηρὰ [[ταῦτα]] ἔργα (πρβλ. [[ἀποτίνω]]), Εὐρ. Μήδ. 261, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ. (256). 2) ἐκδικοῦμαι, τιμωρῶ, σὸν φόνον Εὐρ. Ἱκ. 1144 ([[ἔνθα]] ὁ Canter διώρθωσεν ἀντιτίσομαι ἀντὶ τοῦ ἀντιτάσσομαι). - Πρβλ. τίω ΙΙ [Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε [[τίνω]]]. | |lstext='''ἀντιτίνω''': μέλλ. - τίσω, πληρώνω ἢ [[ὑποφέρω]] τιμωρίαν διά τι [[πρᾶγμα]], τι Θέογν. 738· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 1086: - ἐν γένει, ἀντιπληρώνω, χάριτάς τινι Εὐστ. 142. 15. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] [[ἀντίποινα]], ἀντιτιμωρῶ τινα, κἀπεύχεται ... ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτίσασθαι (ἀντιτείσεσθαι Weil) φόνον, νὰ τιμωρήσῃ αὐτὸν διὰ φόνου, [[διότι]] μὲ ἤγαγεν [[ἐνταῦθα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1263· πόσιν δίκην (διαφ. γραφ. δίκῃ) τῶνδ’ ἀντιτίσασθαι κακῶν, λαβεῖν παρ’ αὐτῶν ποινὴν διὰ τὰ πονηρὰ [[ταῦτα]] ἔργα (πρβλ. [[ἀποτίνω]]), Εὐρ. Μήδ. 261, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ. (256). 2) ἐκδικοῦμαι, τιμωρῶ, σὸν φόνον Εὐρ. Ἱκ. 1144 ([[ἔνθα]] ὁ Canter διώρθωσεν ἀντιτίσομαι ἀντὶ τοῦ ἀντιτάσσομαι). - Πρβλ. τίω ΙΙ [Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε [[τίνω]]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀντιτίσω, <i>etc.</i><br />payer en retour, expier;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιτίνομαι faire payer en retour, faire expier, punir : τινα [[δίκην]] τινὸς ἀντ. EUR faire que qqn paie la rançon, subisse la peine de qch ; τινος ἀντ. [[τι]] infliger un châtiment en expiation de qch, faire expier qch par la mort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[τίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -τείσω,
A suffer punishment for a thing, τι Thgn.741: abs., S.Aj.1086: generally, repay, χάριτάς τινι Eust.142.15. II Med., exact or inflict in turn, ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσασθαι φόνον exact death as a punishment for .., A.Ag.1263; πόσιν δίκην (codd. δίκῃ) τῶνδ' ἀντιτείσασθαι κακῶν exact a penalty from him for these evil deeds, E.Med.261, cf. Lyc.1367. [On the quantity v. τίνω.]
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτίνω: μέλλ. - τίσω, πληρώνω ἢ ὑποφέρω τιμωρίαν διά τι πρᾶγμα, τι Θέογν. 738· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 1086: - ἐν γένει, ἀντιπληρώνω, χάριτάς τινι Εὐστ. 142. 15. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω ἀντίποινα, ἀντιτιμωρῶ τινα, κἀπεύχεται ... ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτίσασθαι (ἀντιτείσεσθαι Weil) φόνον, νὰ τιμωρήσῃ αὐτὸν διὰ φόνου, διότι μὲ ἤγαγεν ἐνταῦθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1263· πόσιν δίκην (διαφ. γραφ. δίκῃ) τῶνδ’ ἀντιτίσασθαι κακῶν, λαβεῖν παρ’ αὐτῶν ποινὴν διὰ τὰ πονηρὰ ταῦτα ἔργα (πρβλ. ἀποτίνω), Εὐρ. Μήδ. 261, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. (256). 2) ἐκδικοῦμαι, τιμωρῶ, σὸν φόνον Εὐρ. Ἱκ. 1144 (ἔνθα ὁ Canter διώρθωσεν ἀντιτίσομαι ἀντὶ τοῦ ἀντιτάσσομαι). - Πρβλ. τίω ΙΙ [Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε τίνω].
French (Bailly abrégé)
f. ἀντιτίσω, etc.
payer en retour, expier;
Moy. ἀντιτίνομαι faire payer en retour, faire expier, punir : τινα δίκην τινὸς ἀντ. EUR faire que qqn paie la rançon, subisse la peine de qch ; τινος ἀντ. τι infliger un châtiment en expiation de qch, faire expier qch par la mort.
Étymologie: ἀντί, τίνω.