σιτεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_10)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτεύσιμος''': -η, -ον, = [[σιτευτός]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.
|lstext='''σῑτεύσιμος''': -η, -ον, = [[σιτευτός]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α [[σίτευσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιτεύσιμον</i><br />[[πουλερικό]] παραγεμιστό.
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτεύσιμος Medium diacritics: σιτεύσιμος Low diacritics: σιτεύσιμος Capitals: ΣΙΤΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: siteúsimos Transliteration B: siteusimos Transliteration C: siteysimos Beta Code: siteu/simos

English (LSJ)

η, ον,

   A of or for feeding: τὸ σ. a fowl stuffed for the table, Lemma to AP9.484 and 486.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτεύσιμος: -η, -ον, = σιτευτός, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α σίτευσις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτεύσιμον
πουλερικό παραγεμιστό.