κόκκων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόκκων''': ὁ, [[σπόρος]] ῥοιᾶς, [[κόκκος]] ῥοϊδίου, Σόλων 30, 8, Ἱππ. 606. 9. ΙΙ. = [[Κνίδιος]] [[κόκκος]], [[καθαρτικός]] τις [[κόκκος]], Γαλην.··[[κόκκος]] ἰξοῦ, Ἡσύχ.
|lstext='''κόκκων''': ὁ, [[σπόρος]] ῥοιᾶς, [[κόκκος]] ῥοϊδίου, Σόλων 30, 8, Ἱππ. 606. 9. ΙΙ. = [[Κνίδιος]] [[κόκκος]], [[καθαρτικός]] τις [[κόκκος]], Γαλην.··[[κόκκος]] ἰξοῦ, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />pépin de grenade.<br />'''Étymologie:''' [[κόκκος]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόκκων Medium diacritics: κόκκων Low diacritics: κόκκων Capitals: ΚΟΚΚΩΝ
Transliteration A: kókkōn Transliteration B: kokkōn Transliteration C: kokkon Beta Code: ko/kkwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A pomegranate-seed, Sol.40, Hp.Mul.1.37 (cf. Gal. 19.113), Sammelb.6779.51 (iii B.C.).    II mistletoe-berry, Hsch.:— Dim. κοκκωνίδιον, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1471] ωνος, ὁ, der Kern des Granatapfels, Galen., Hesych. Auch andere Beeren, z. B. Mistelbeeren, κόκκωνας ἄλλος, ἅτερος δὲ σήσαμα Solon bei Phryn. p. 396.

Greek (Liddell-Scott)

κόκκων: ὁ, σπόρος ῥοιᾶς, κόκκος ῥοϊδίου, Σόλων 30, 8, Ἱππ. 606. 9. ΙΙ. = Κνίδιος κόκκος, καθαρτικός τις κόκκος, Γαλην.··κόκκος ἰξοῦ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
pépin de grenade.
Étymologie: κόκκος.