ἀγανάκτησις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγανάκτησις''': -εως, ἡ [[κυρίως]], [[πόνος]], καὶ ἐρεθισμὸς [[φυσικός]], ἀγ. περὶ τὰ οὖλα, περὶ τοῦ ἐρεθισμοῦ ἐκ τῆς ὀδοντοφυΐας, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C. 2) [[ἀνία]], [[δυσθυμία]], [[δυσαρέστησις]], ἀγανάκτησιν ἔχει, παρέχει δικαίας ἀφορμὰς δυσαρεστήσεως, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Κορινθ. Β΄, ζ΄ 11, Ἡσύχ. | |lstext='''ἀγανάκτησις''': -εως, ἡ [[κυρίως]], [[πόνος]], καὶ ἐρεθισμὸς [[φυσικός]], ἀγ. περὶ τὰ οὖλα, περὶ τοῦ ἐρεθισμοῦ ἐκ τῆς ὀδοντοφυΐας, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C. 2) [[ἀνία]], [[δυσθυμία]], [[δυσαρέστησις]], ἀγανάκτησιν ἔχει, παρέχει δικαίας ἀφορμὰς δυσαρεστήσεως, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Κορινθ. Β΄, ζ΄ 11, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />sujet d’irritation, d’indignation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγανακτέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A physical pain and irritation, ἀ. περὶ τὰ οὖλα, of the irritation caused by teething, Pl.Phdr.251c. II vexation, ἀγανάκτησιν ἔχει Th.2.41, cf. 2 Ep.Cor.7.11, Plot.4.4.19:—of God, wrath, Porph. Marc.7, Jul.Gal.171e.
German (Pape)
[Seite 8] ἡ, schmerzhafter Reiz, Plat. Phaedr. 251 c Phil. 46 c; Unwille, bes. Sp.; ἀγανάκτησιν ἔχειν τινί, Gelegenheit zum Unwillen geben, Thuc. 2, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγανάκτησις: -εως, ἡ κυρίως, πόνος, καὶ ἐρεθισμὸς φυσικός, ἀγ. περὶ τὰ οὖλα, περὶ τοῦ ἐρεθισμοῦ ἐκ τῆς ὀδοντοφυΐας, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C. 2) ἀνία, δυσθυμία, δυσαρέστησις, ἀγανάκτησιν ἔχει, παρέχει δικαίας ἀφορμὰς δυσαρεστήσεως, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Κορινθ. Β΄, ζ΄ 11, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
sujet d’irritation, d’indignation.
Étymologie: ἀγανακτέω.