μυρόροδον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρόροδον''': τό, [[δένδρον]] ἐν Ἰνδικῇ, ὑψηλὸν [[ὥσπερ]] [[κέδρος]] ἢ [[κυπάρισσος]], ἐξ οὗ ῥέει εὐῶδες [[ἔλαιον]], Κτησ. Ἰνδ. 28, σ. 49, 33. | |lstext='''μυρόροδον''': τό, [[δένδρον]] ἐν Ἰνδικῇ, ὑψηλὸν [[ὥσπερ]] [[κέδρος]] ἢ [[κυπάρισσος]], ἐξ οὗ ῥέει εὐῶδες [[ἔλαιον]], Κτησ. Ἰνδ. 28, σ. 49, 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρόροδον]], τὸ (Α)<br />[[δέντρο]] της Ινδικής Χερσονήσου ψηλό σαν [[κέδρος]] ή [[κυπαρίσσι]], που εκκρίνει ευώδη [[ουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> [[ρόδον]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, an Indian tree, Ctes.Fr.57.28.
Greek (Liddell-Scott)
μυρόροδον: τό, δένδρον ἐν Ἰνδικῇ, ὑψηλὸν ὥσπερ κέδρος ἢ κυπάρισσος, ἐξ οὗ ῥέει εὐῶδες ἔλαιον, Κτησ. Ἰνδ. 28, σ. 49, 33.
Greek Monolingual
μυρόροδον, τὸ (Α)
δέντρο της Ινδικής Χερσονήσου ψηλό σαν κέδρος ή κυπαρίσσι, που εκκρίνει ευώδη ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ρόδον].